Η παρακάτω μπροσούρα αποτελεί την κοινή ανακοίνωση και τις εισηγήσεις της εκδήλωσης «Εθνικισμός, πατριωτισμός, μιλιταρισμός: τα συνεκτικά εργαλεία του κράτους» που συνδιοργανώθηκε από το Ελευθεριακό φοιτητικό σχήμα Ανθός και το Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Φιλοσοφικής και πραγματοποιήθηκε στον χώρο του Αυτοδιαχειριζόμενου Στεκιού Φιλοσοφικής την Παρασκευή 12 Απρίλη του 2019.
Η γλώσσα τη κυριαρχίας, δεν είναι δική μας γλώσσα. Κανένα έθνος δεν μας ενώνει. Κανένα σύνορο δεν μας χωρίζει. Κανένα κράτος δεν είναι δικό μας.
Περιεχόμενα
1. Κοινή ανακοίνωση του Αυτοδιαχειριζόμενου Στεκιού Φιλοσοφικής (Αθήνα) και του Ελευθεριακού φοιτητικού σχήματος Ανθός (Βόλος)
2. Η εισήγηση του Αυτοδιαχειριζόμενου Στεκιού Φιλοσοφικής
3. Η εισήγηση του Ελευθεριακού φοιτητικού σχήματος Ανθός
Η γλώσσα της κυριαρχίας δεν είναι η δική μας γλώσσα. Κανένα έθνος δεν μας ενώνει, κανένα σύνορο δεν μας χωρίζει, κανένα κράτος δεν είναι δικό μας.
«O μιλιταρισμός συνιστά έναν διαχρονικό πυλώνα του έθνους κράτους, καθώς τα κράτη είναι εγγενώς μιλιταριστικά. Το μοντέρνο κράτος είναι από τη φύση του μιλιταριστικό και κάθε μιλιταριστικό κράτος πρέπει από ανάγκη να γίνει κατακτητικό, επεκτατικό κράτος. Για να επιβιώσει πρέπει να κατακτήσει ή να κατακτηθεί, για τον απλό λόγο ότι η συγκεντρωμένη στρατιωτική ισχύς θα το πνίξει αν δε βρει διέξοδο. Για αυτό το λόγο το μοντέρνο κράτος πρέπει να προσπαθήσει να μετατραπεί σε τεράστιο και πανίσχυρο Κράτος: αυτό αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την επιβίωση του»(Μ. Μπακούνιν , Κρατισμός και αναρχία)
1.Σε περιόδους αστάθειας και συστημικών αναδιαρθρώσεων, η ένταση της κρατικής και καπιταλιστικής βαρβαρότητας προκαλεί βαθμιαία την όξυνση των κοινωνικών και ταξικών αντιθέσεων, με αποτέλεσμα η “ομαλή” λειτουργία των παραγωγικών σχέσεων μεταξύ εκμεταλλευτών και εκμεταλλευομένων να
διαταράσσεται. Σε μια τέτοια συγκυρία, κάθε μηχανισμός ιδεολογικής προπαγάνδας επιστρατεύεται ή εφευρίσκεται, προκειμένου να επιτευχθεί η κοινωνική συνοχή, να αποσπαστεί η κοινωνική συναίνεση στα καταστροφικά σχέδια κράτους και κεφαλαίου. Ο ιδεολογικός έλεγχος των κοινωνιών ανάγεται ως αιχμή της καθεστωτικής ατζέντας και συνιστά βασικό παράγοντα της κρατικής στρατηγικής. Σε αυτή την κατεύθυνση, ο εθνικισμός-πατριωτισμός ως πολιτική θρησκεία του κράτους αναβαθμίζεται σε κεντρικό εργαλείο κοινωνικής χειραγώγησης και η «εθνική ενότητα» ως το ενοποιητικό αφήγημα που επιχειρεί να εξωραΐσει, να θολώσει και να συγκαλύψει τις διαρκώς εντεινόμενες ταξικές αντιθέσεις. Η κατασκευή «εξωτερικού εχθρού» του έθνους αλλά και «εσωτερικού» (όσοι/ες αντιδρούν στους σχεδιασμούς κράτους και κεφαλαίου, όσα κοινωνικά και πολιτικά υποσύνολα ξεφεύγουν της «κανονικότητας»),καλλιεργούν στην πρώτη περίπτωση τον φόβο και την υποταγή, αλλά και την αναγκαιότητα ύπαρξης του κράτους ως «προστάτη» του πληθυσμού, ενώ στην δεύτερη την λειτουργία ενός μόνιμου καθεστώτος «έκτακτης ανάγκης», δηλαδή ολοκληρωτικό έλεγχο, συρρίκνωση των ατομικών και κοινωνικών ελευθεριών, καταστολή, στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών/ριών, ενίσχυση φύλαξης των συνόρων για την «διατήρηση της ειρήνης και την διασφάλιση της δημοκρατίας».
Σε εγχώριο επίπεδο, η πρόσφατη ανάδειξη του λεγόμενου “μακεδονικού ζητήματος” με αφορμή την ονομασία του γειτονικού κράτους για την είσοδό του σε ΝΑΤΟ και ΕΕ, επανατροφοδότησε τον εθνοπατριωτισμό και αξιοποιήθηκε πολιτικάντικα από κάθε τάση του πολιτικού φάσματος.
Παράλληλα, τα “διπλωματικά επεισόδια”, οι ιαχές πολέμου και η επικοινωνιακή ανάδειξη “πολεμικής ετοιμότητας” επιχειρούν την εθνική συσπείρωση, δηλαδή την συστράτευση της κοινωνικής βάσης στα καπιταλιστικά συμφέροντα. Το φάντασμα ενός επερχόμενου πολέμου λειτουργεί ως το άλλοθι που ενοποιεί και συνέχει τον διαταξικό “λαό” και προετοιμάζει την θυσία του στον βωμό των διακρατικών ανταγωνισμών. Από νωρίς μαθαίνουμε πως είμαστε κληρονόμοι μιας μοναδικής ιστορίας, γλώσσας, πολιτισμού, θρησκείας, τα οποία οφείλουμε να υπερασπιστούμε με κάθε μέσο, κυριότερα με τις ίδιες τις ζωές μας ως κρέατα για σφαίρες σε δυνητικά πολεμικά μέτωπα. Ποτέ δεν μαθαίνουμε από τους
κρατικούς θεσμούς την ιστορία των Άλλων, δηλαδή των διαφορετικών, των αντιρρησιών της «εθνικής» συνείδησης, των διωγμένων, των κυνηγημένων, των πολιτικά αντιφρονούντων, των ταξικών αγώνων.
Ο μιλιταρισμός είναι μια συνθήκη βαθιά ριζωμένη στο εσωτερικό του κάθε κράτους αποτελώντας ένα από τα βασικότερα εργαλεία του. Ο μιλιταρισμός ενσαρκώνεται μέσω του εθνικού στρατού, ο οποίος συμμετέχει σε υπερκρατικούς σχηματισμούς και αποτελεί την κύρια μέθοδο υπεράσπισης διακρατικών
συμφερόντων. Ο στρατός αποτελείται από ένα σύνολο αξιών με κάθετα, πατριαρχικά (γίνεται άντρας όποιος μαθαίνει να κρατά όπλο κι είναι έτοιμος να φάει την πρώτη σφαίρα) και ολοκληρωτικά χαρακτηριστικά. Σε αυτό σημαντικό ρόλο παίζει η καθεστωτική προπαγάνδα που σπέρνει τρόμο για τους εξωτερικούς κινδύνους που απειλούν τα «εθνικά» συμφέροντα, δικαιολογώντας έτσι υπέρογκες κρατικές δαπάνες σε στρατιωτικές δομές, με σκοπό την οχύρωση και την «άμυνα» του κράτους.
Ο εθνοπατριωτισμός κι ο μιλιταρισμός «υμνούνται» (μέσω της «τέχνης» είτε από δεξιά είτε από αριστερά) από τις απαρχές της συγκρότησης του ελληνικού κράτους μέχρι σήμερα μέσα από την διαχρονική πατριωτική κουλτούρα. Δεν μας προξενεί καμιά εντύπωση το ότι τροβαδούροι της αριστεράς παρελαύνουν στα εθνικιστικά συλλαλητήρια. Δεν μας προκαλεί καμιά έκπληξη η λατρεία των εθνικοαπελευθερωτικών αντάρτικων από τους σύγχρονους κρυφοπατριώτες των «ριζοσπαστικών» χώρων. Κάθε άλλο…
Το πανεπιστήμιο, από την πλευρά του, ως ένας κρατικός θεσμός ο οποίος λειτουργεί πλέον με όρους καπιταλιστικής επιχείρησης δεν θα μπορούσε να αποτελεί ένα πεδίο ουδέτερης γνώσης που συμβάλει στην εξέλιξη της «καθαρής» επιστήμης και της τεχνολογίας. Οι κατευθύνσεις, τα αντικείμενα και οι τρόποι γνώσης που το πανεπιστήμιο παράγει είναι συνδεδεμένα με την εκάστοτε κοινωνική, πολιτική και παραγωγική πραγματικότητα. Ο θεσμός του πανεπιστημίου με το γνωσιολογικό υλικό που παράγει αφενός νοηματοδοτεί και νομιμοποιεί τις κυρίαρχες αφηγήσεις και αφετέρου ικανοποιεί τις ανάγκες της
καπιταλιστικής αγοράς σύμφωνα με τον νόμο της προσφοράς και της ζήτησης, αλλά και με βάση τις μεσοπρόθεσμες ή μακροπρόθεσμες στρατηγικές, ανάπτυξης της κερδοφορίας του κεφαλαίου.
Μέσα σε ένα περιβάλλον περιφερειακών πολέμων και συγκρούσεων στην μέση ανατολή, στην βόρεια αφρική, στην κεντρική ασία κι αλλού και τις συνθήκες διακρατικών εντάσεων στην Ανατολική Μεσόγειο, που έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση των μεταναστευτικών ροών προς την Ελλάδα, το ελληνικό κράτος με κύρια όπλα του τον εθνοπατριωτισμό και τον μιλιταρισμό προσπαθεί να διαχειριστεί την κατάσταση αυτή προς όφελος του. Το πανεπιστήμιο αποτελεί την δεξαμενή της απλήρωτης εργασίας και έρευνας των φοιτητριών/ών για λογαριασμό κρατικών αναγκών (πολεοδομικές αλλαγές, κυκλοφοριακές
ρυθμίσεις, γεωτεχνικές μελέτες κ.α) αλλά και για την βελτίωση και αναβάθμιση των οπλικών συστημάτων, την μηχανοργάνωση του στρατού, την ενίσχυση της «φύλαξης» των συνόρων και των στρατοπέδων συγκέντρωσης μεταναστριών/ών. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο το πανεπιστήμιο, υπηρετώντας τους σχεδιασμούς κράτους και κεφαλαίου , συνεργάζεται σταθερά με τον στρατό, με τα ινστιτούτα που βρίσκονται υπό την εποπτεία του και με ιδιωτικές εταιρείες που παράγουν τεχνολογίες για το στρατό και συστήματα ελέγχου (πχ SpaceHellas), εξασφαλίζοντας έτσι τις απαραίτητες για την λειτουργία του χρηματοδοτήσεις. Από τα ερευνητικά προγράμματα του ΕΜΠ για τις τεχνολογίες ελέγχου των συνόρων μέχρι το μνημόνιο συνεργασίας που σύναψε το πανεπιστήμιο Θεσσαλίας με επισκευαστικό εργοστάσιο αρμάτων μάχης, από τα χρηματοδοτούμενα think tanksτων γεωπολιτικών αναλυτών και διεθνολόγων του τμήματος Διεθνών Σπουδών της Παντείου περί Ανατολικής Μεσογείου και Ελληνοτουρκικών Σχέσεων μέχρι τα συνέδρια που διοργανώνονται στην Πάντειο για την διαχείριση της «προσφυγικής κρίσης» , οι πανεπιστημιακοί και οι φοιτητές/τριες τους συμβάλλουν στην αναβάθμιση των οπλικών συστημάτων του ελληνικού κράτους και στην στρατιωτικού τύπου διαχείριση των μεταναστών εργατριών/ των, υπηρετώντας με συνέπεια τις στοχεύσεις του ελληνικού θεσμικού εθνοπατριωτισμού και μιλιταρισμού, στην γραμμή των «εθνικών» συμφερόντων.
Ενδεικτικά αναφέρουμε κάποια παραδείγματα συνεργασιών πανεπιστημίου και στρατού:
2010-11 : το τμήμα ηλεκτρολόγων μηχανικών του ΕΜΠ αναλαμβάνει ερευνητικό πρόγραμμα για την frontex σχετικά με την κατασκευή θερμικών καμερών για τα σύνορα και το ηλεκτρολογικό σύστημα του
φράκτη του Έβρου
2013-15 : Tα τμήματα Τοπογράφων/Αγρονόμων και ηλεκτρολόγων μηχανικών του ΕΜΠ αναλαμβάνουν τα ερευνητικά προγράμματα Jason και Poseidon που αφορούν την επιτήρηση και την στρατιωτικού τύπου διαχείριση των συνόρων
το 2016 το πολεμικό ναυτικό προχώρησε σε μνημόνιο συνεργασίας με το ΕΜΠ
το 2016 το Γ’ ΣΣ υπέγραψε μνημόνιο συνεργασίας με τη σχολή κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών του ΠΑΜΑΚ στο οποίο λειτουργεί ήδη και η έδρα στρατηγικών σπουδών του ΓΕΕΘΑ
το 2016 η σχολή κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών του ΠΑΜΑΚ υπέγραψε μνημόνιο συνεργασίας με το νατοϊκό στρατηγείο στη Θεσσαλονίκη
τον Οκτώβρη του 2016 το πανεπιστήμιο Πατρών συμμετείχε στις ερευνητικές συμπράξεις της υπηρεσίας ευρωπαϊκής άμυνας, οι οποίες επιχορηγήθηκαν με 1,4 εκατομμύρια ευρώ
2017 : Διοργανώνεται στην Πάντειο το μεταπτυχιακό «Στρατιωτικών Σπουδών Ασφάλειας» με την συμμετοχή αποφοίτων της Σχολής Εθνικής Άμυνας.
το Γενάρη 2018 το τμήμα πληροφορικής του ΕΚΠΑ συμμετείχε στο πρόγραμμα Ocean 2020 του European Defense Fund το οποίο περιλαμβάνει μεγάλες αμυντικές βιομηχανίες
το Φλεβάρη2018 η Intrakom Defense Electronics κατασκεύασε μεγάλου μεγέθους drown με εργασία ερευνητικής ομάδας του ΑΠΘ
το Μάρτη 2018 το ΙΔΙΣ Παντείου διοργάνωσε σεμινάρια δια βίου μάθησης με θέμα «τεχνολογία και πόλεμος» με εισηγητές πρώην επικεφαλείς των ενόπλων δυνάμεων
το καλοκαίρι του 2018 το ΠΑΠΕΙ διοργάνωσε διεθνές σεμινάριο στην Τήνο με θέμα «υβριδικός πόλεμος και ολοκληρωμένα πολεμικά συστήματα»
τον Ιούλιο 2018 το ΠΘ υπέγραψε μνημόνιο συνεργασίας με το 304 ΠΕΒ (προκεχωρημένο εργοστάσιο βάσης) (επισκευαστικό εργοστάσιο αρμάτων μάχης του στρατού ξηράς στο Βελεστίνο Μαγνησίας) για τη
βελτίωση της εξειδικευμένης εκπαίδευσης, παροχής υπηρεσιών των δυο φορέων, ανταλλαγή εμπειρίας και μέσων και αμοιβαία αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της κοινής έρευνας. Έτσι ξεκίνησε νέο μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών στο τμήμα οικονομικών επιστημών ΠΘ με αντικείμενο την «οικονομική της άμυνας» δηλαδή την ανάπτυξη logistics για τον αποδοτικότερο οικονομικό σχεδιασμό στρατού ξηράς. Αντίστοιχα, το μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών τοξικολογίας στη Λάρισα αποτελεί
παράδειγμα συνεργασίας του ΠΘ με τις ένοπλες δυνάμεις για την ίδρυση τάγματος βιοχημικού πολέμου στη Λάρισα
το Δεκέμβρη 2018 το ΕΜΠ μέσω του εργαστηρίου μικροκυμάτων και οπτικών ινών του τμήματος ΗΜΜΥ και του ερευνητικού βραχίονα ΕΠΙΣΕΧ διεξάγουν το ερευνητικό πρόγραμμα ranger, το οποίο αφορά το σχεδιασμό ραντάρ υψηλής ικανότητας ανίχνευσης, αναγνώρισης και ταυτοποίησης των «εγκληματικών και επικινδύνων στοιχείων» στα ευρωπαϊκά σύνορα κατονομάζοντας ως τέτοια πρόσφυγες και μετανάστες. Στο ΕΜΠ επίσης διεξάγονται ερευνητικά για την «βελτίωση» του φράχτη στον Έβρο και τις ασπίδες των ΜΑΤ
τον Δεκέμβρη 2018 το ΔΠΘ υπογράφει μνημόνιο συνεργασίας με το Δ’ΣΣ
το ΝΑΤΟ κάθε χρόνο προσφέρει εξάμηνη πρακτική άσκηση σε σπουδαστές/ριες των ελληνικών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων σε θέσεις που αφορούν τα επιστημονικά πεδία οικονομικών και πολιτικών
επιστημών, διεθνών σχέσεων και ασφάλειας, πληροφορική, μετάφραση και επιστημών μηχανικού.
Απέναντι στα σχέδια ολοκληρωτικού ελέγχου, αλλά και εξόντωσης πληθυσμών, εμείς δεν είμαστε και δεν θα γίνουμε οι απολογητές/ριες του εγκλεισμού μεταναστών/ριών σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, δεν θα γίνουμε συνένοχοι/ες στην υποβάθμιση των όρων ζωής μας, δεν θα στρατευτούμε ποτέ στα
συμφέροντα κράτους και κεφαλαίου. Καθήκον μας είναι στο πλαίσιο των δυνάμεων και των δυνατοτήτων μας να αποδομούμε καθημερινά τη γλώσσα της κυριαρχίας και τις εθνοπατριωτικές της αφηγήσεις. Η δική μας γλώσσα είναι η γλώσσα της ταξικής αλληλεγγύης ενάντια σε πλαστούς διαχωρισμούς, στρατούς και σύνορα. Οι πατρίδες, τα όπλα τους, οι πόλεμοι και οι εθνικές τους υπερηφάνειες, δεν προάγουν τα συμφέροντα των καταπιεσμένων. Στο κυνήγι μιας καλύτερης ζωής να μην καταντήσουμε να φτιάχνουμε τα εργαλεία για τους δικούς τους πολέμους. Να μην συμμετέχουμε στην οργάνωση των στρατών τους, αλλά στην οργάνωση των δικών μας αγώνων. Για να χτίσουμε τα συλλογικά αναχώματα ενάντια στα εθνοπατριωτικά – πολεμικά τους σχέδια και να πάρουμε τις ζωές μας στα χέρια μας, οικοδομώντας την επαναστατική προοπτική για την κοινωνική απελευθέρωση.
Κανένα έθνος δεν μας ενώνει. Κανένα σύνορο δεν μας χωρίζει. Κανένα κράτος δεν είναι δικό μας.
2. Η γέννηση του έθνους
O εθνικισμός-πατριωτισμός αποτελεί ένα τεχνητό δημιούργημα, ιστορικά σύγχρονο, το οποίο βρίσκεται βαθιά ριζωμένο στις συνειδήσεις των ανθρώπων των σημερινών κοινωνιών. Η διαίρεση του πλανήτη σε έθνη-κράτη και η διάκριση των ανθρώπων με βάση «εθνικά» χαρακτηριστικά αντιμετωπίζεται ευρέως ως
κάτι το αυτονόητο και το κοινώς αποδεκτό. Εντούτοις, η έννοια του έθνους και η ιδεολογία στην οποία αυτό βασίζεται, ο εθνοπατριωτισμός, δεν είναι έννοιες άχρονες και δεδομένες οι οποίες υπήρχαν ανέκαθεν, αλλά έχουν συγκεκριμένη ιστορικότητα. Το έθνος είναι ένα πρόσφατο κοινωνικό κατασκεύασμα μέσα στην ανθρώπινη ιστορία, το οποίο με την σύγχρονη σημασία του όρου δεν εμφανίζεται, πέρα από κάποιες μεμονωμένες αναφορές πριν από τον 18ο αι. Σε προγενέστερες
αναφορές , όπως στο ισπανικό λεξικό του 1726, η λέξη patria (πατρίδα) ή tierra (πατρώα γη) σήμαινε μονάχα «τον τόπο – κωμόπολη ή χώρα – όπου γεννήθηκε κάποιος» ή «οποιαδήποτε περιοχή οποιασδήποτε εδαφικής κυριότητας ή κράτους» (1. E.J Hobsbawn, Έθνη και Εθνικισμός από το 1780 μέχρι σήμερα. Πρόγραμμα, μύθος, πραγματικότητα), χωρίς αυτή η έννοια να σχετίζεται με την σύγχρονη, κατά βάση πολιτική έννοια του πατριωτισμού. Η κοινότητα του έθνους δεν υπάρχει εκ των προτέρων όπως υποστηρίζει η εθνικιστική ιδεολογία, ούτε μπορεί να θεωρηθεί πως έχει αδιάλειπτη συνέχεια
και αρχέγονες ρίζες που βασίζονται σε κάποια κοινά χαρακτηριστικά των μελών που την απαρτίζουν, όπως η κοινή γλώσσα, το κοινό έδαφος, η κοινή ιστορία, τα κοινά πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Τα «αντικειμενικά» αυτά κριτήρια με βάση τα οποία ορίζεται το έθνος είναι κριτήρια θολά, μετατοπιζόμενα και διφορούμενα, τα οποία αρχικά στις περισσότερες περιπτώσεις χαρακτηρίζουν ένα μειοψηφικό
σύνολο της κοινότητας του «έθνους». Στην συνέχεια, αυτά τα «κοινά χαρακτηριστικά» κατασκευάζονται και επιβάλλονται κάθετα στο κοινωνικό σύνολο εντός του πλαισίου του ήδη διαμορφωμένου έθνους – κράτους, το οποίο στοχεύει στην ομογενοποίηση του εντός των συνόρων πληθυσμού του. Το έθνος,
λοιπόν, αποτελεί μία κατά φαντασίαν κοινότητα, η οποία μπορεί να οριστεί μόνο εκ των υστέρων, μετά την συγκρότηση του, η οποία είναι άμεσα συνδεδεμένη με την συγκρότηση του κράτους. «Είναι το κράτος που δημιουργεί το έθνος και όχι το έθνος που δημιουργεί το κράτος» (2. Ρούντολφ Ρόκερ, Εθνικισμός και πολιτισμός). Η ιστορία του 19ου αι. μπορεί να θεωρηθεί ως η ιστορία οικοδόμησης των εθνών – κρατών . Ήδη από τα τέλη του 18ου αι. συντελείται η συγκρότηση του γαλλικού έθνους – κράτους έπειτα από την αστικοδημοκρατική επανάσταση του 1789. Έπειτα κατά την περίοδο μεταξύ 1830 – 1880 συντελείται μία μαζική παραγωγή εθνών – κρατών με βάση την αρχή των εθνοτήτων. Σε αυτή την περίοδο της
πρωταρχικής συγκρότησης των εθνών – κρατών εντοπίζουμε ορισμένες ιδεολογικές και υλικές λειτουργίες του έθνους – κράτους , οι οποίες αναδύθηκαν εκείνη την περίοδο.
Η έννοια του έθνους εμφανίζεται ως ένα νέο συνεκτικό στοιχείο του πληθυσμού. Κατά τον 18ο και τον 19ο αι., υπό την επίδραση των ιδεών της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού, ο ρόλος της θρησκείας ως συνεκτικό στοιχείο των ευρωπαϊκών κοινωνιών ατονεί και κατά συνέπεια η εξουσία των βασιλιάδων που
εκπροσωπούσαν κατά την προηγούμενη περίοδο την θεϊκή εξουσία επί της γης φθίνει. Παράλληλα συντελείται ένας σταδιακός εκδημοκρατισμός , ιδιαίτερα από το 1870 και έπειτα, που εντείνει το πρόβλημα της νομιμότητας των αρχόντων. Με την διαίρεση του πληθυσμού σε έθνη – κράτη η εξουσία του βασιλιά που προέρχεται από την θεϊκή δύναμη (ελέω θεού βασιλεύς) αντικαθίσταται από την κοσμική εξουσία του κράτους , το οποίο θεωρείται πως αντλεί την εξουσία του από την ίδια την λαϊκή κυριαρχία και υπηρετεί το «κοινό συμφέρον» του κράτους – λαού. Παρατηρούμε, λοιπόν , πως η έννοια του έθνους επιστρατεύεται ως ένα φαντασιακό κατά την διάρκεια της ταξικής πάλης μεταξύ
της απερχόμενης άρχουσας τάξη των φεουδαρχών και της επερχόμενης άρχουσας τάξης του κράτους και του κεφαλαίου, ομαδοποιώντας βίαια τις κοινωνίες με βάση ασαφή πολιτισμικά χαρακτηριστικά , τα οποία όπου δεν υπήρχαν επιβλήθηκαν κάθετα.
Ο πρώιμος εθνικισμός εμφανίζεται, επίσης, ως ένα προοδευτικό ρεύμα που αναζητούσε την οργάνωση μιας χώρας σε μία ενιαία πολιτική κοινότητα εδαφικά και διοικητικά προσδιορισμένη. Υπό αυτή την έννοια η δημιουργία των εθνών αποτελεί μια συνθήκη αναγκαία για την ανάδυση της κοινοβουλευτικής
δημοκρατίας και του καπιταλισμού. Η πρωταρχική πολιτική σημασία του έθνους εξομοίωνε τον λαό με το κράτος δημιουργώντας την εξίσωση έθνος = κράτος = λαός (3. E.J Hobsbawn, Έθνη και Εθνικισμός από το 1780 μέχρι σήμερα. Πρόγραμμα, μύθος, πραγματικότητα) . Σύμφωνα μ’ αυτή την εξίσωση, προβάλλεται η αντίληψη πως το έθνος είναι το σύνολο των πολιτών που υπάγεται με την θέληση του στην ίδια κεντρική εξουσία, δημιουργώντας μια άμεση σύνδεση με την αστική κοινοβουλευτική
δημοκρατία. Βέβαια, στο πλαίσιο αυτής της εξίσωσης, δεν ορίζεται με σαφήνεια τι είναι ο λαός και δεν υπάρχει συνάφεια μεταξύ λαού και έθνους βάσει γλωσσικών, πολιτισμικών ή άλλων «αντικειμενικών» κριτηρίων. Για παράδειγμα, όσον αφορά το ιταλικό κράτος, όπως έχει υπολογιστεί, κατά την στιγμή της
ενοποίησης του το 1860 μόνο το 2,5% του πληθυσμού του χρησιμοποιούσε την ιταλική γλώσσα για καθημερινούς σκοπούς (4. Tulio de Mauro, Storia linguistica dell’ Italia unita). Στην Γαλλία αντίστοιχα, το 1789 το 50% των Γάλλων δεν μιλούσαν καθόλου την γαλλική γλώσσα και μόνο το 12-13%, ποσοστό προερχόμενο από την αστική τάξη, την μιλούσαν «σωστά» (5. Ferdinand Brunot, Histoire de la langue francaise). Αυτό που χαρακτήριζε το έθνος κατά κύριο λόγο είναι ότι αντιπροσώπευε ένα «κοινό
συμφέρον» έναντι κάποιου άλλου, διαμορφώνοντας με αυτό τον τρόπο ένα φαντασιακό συλλογικό «εμείς» το οποίο αντίκειται προς αυτό «των άλλων».
Η περίοδος δημιουργίας των εθνικών κρατών συμπίπτει χρονικά με την ανάδυση της αστικής τάξης και την κλασική περίοδο του αστικού φιλελευθερισμού. Η καπιταλιστική ανάπτυξη του 19ου αι. και των αρχών του 20ου συνδέεται με τις εθνικές οικονομίες ενός αριθμού εκτεταμένων εδαφικά κρατών που συγκροτούν τον «ανεπτυγμένο κόσμο». Η συγκρότηση οικονομιών που καθορίζονται από εθνικά – κρατικά σύνορα συνεπάγεται μια σειρά οικονομικών πλεονεκτημάτων διαχείρισης για το κράτος και το κεφάλαιο και παράλληλα συντελεί στον συντονισμένο έλεγχο και την εκμετάλλευση του εντός των συνόρων εργατικού δυναμικού παραγωγής και κατανάλωσης. Το έθνος ως συνεκτικό εργαλείο
Το σύγχρονο αστικό κράτος δημιούργησε την φαντασιακή κοινότητα του έθνους ώστε να μπορέσει να εδραιώσει την κυριαρχία του. Με την εθνική ενοποίηση υπό το κράτος, ο εθνικισμός – πατριωτισμός αποτέλεσε την πολιτική θρησκεία του κράτους, καθώς εξελίχθηκε σε θεμελιακό και απαραίτητο στοιχείο της οργάνωσης κάθε κρατικού μηχανισμού. Το κράτος, επιστρατεύοντας το ιδεολόγημα του εθνοπατριωτισμού και ενσωματώνοντας προϋπάρχουσες μορφές κυριαρχίας (πατριαρχία, ρατσισμός,θρησκεία), επιχειρεί να επιτύχει τον αποτελεσματικότερο έλεγχο της κοινωνίας και να δομήσει ένα σύνολο εξουσιαστικών σχέσεων που θα διατρέχουν όλο τον κοινωνικό ιστό. Από τα πρώτα του στάδια, στοχεύει στην ομογενοποίηση του εντός των συνόρων πληθυσμού του και στην εξάλειψη της ετερότητας, είτε χρησιμοποιώντας τους μηχανισμούς του (μαζική εκπαίδευση, στρατός, εκκλησία) είτε καταφεύγοντας σε μέσα όπως οι εθνοκαθάρσεις, οι εκτοπίσεις πληθυσμών και η καταπίεση
μειονοτικών πληθυσμών που βρίσκονται εντός της εδαφικής του επικράτειας. Εν συνεχεία, με την κυριαρχία του εθνικού αφηγήματος προωθείται η αναγκαία για το κράτος και το κεφάλαιο «εθνική ενότητα». Η δημιουργία του φαντασιακού της «εθνικής ενότητας», εξισώνει τα συμφέροντα εκμεταλλευτών και εκμεταλλευόμενων στο όνομα των «εθνικών κοινών συμφερόντων» και κατ’ αυτόν τον τρόπο λειτουργεί αφενός ως αντίβαρο στην διαμόρφωση ταξικής και ελευθεριακής συνείδησης και αφετέρου ως ένα μέσο απόσπασης κοινωνικής συναίνεσης και υποστήριξης προς τους εκάστοτε κρατικούς σχεδιασμούς .
Έθνος και Μιλιταρισμός
“O μιλιταρισμός συνιστά έναν διαχρονικό πυλώνα του έθνους-κράτους, καθώς τα κράτη είναι εγγενώς μιλιταριστικά. Το μοντέρνο κράτος είναι από τη φύση του μιλιταριστικό και κάθε μιλιταριστικό κράτος πρέπει από ανάγκη να γίνει κατακτητικό, επεκτατικό κράτος. Για να επιβιώσει πρέπει να κατακτήσει ή να
κατακτηθεί, για τον απλό λόγο ότι η συγκεντρωμένη στρατιωτική ισχύς θα το πνίξει αν δε βρει διέξοδο. Για αυτό το λόγο το μοντέρνο κράτος πρέπει να προσπαθήσει να μετατραπεί σε τεράστιο και πανίσχυρο Κράτος: αυτό αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την επιβίωση του” (6. Μ. Μπακούνιν, Κρατισμός και αναρχία). Οι εθνικοί στρατοί αποτελούν την προμετωπίδα της κρατικής άμυνας. Ως ένοπλα εξοπλισμένα σώματα επιτελούν κομβικό ρόλο για την επιβίωση και διαιώνιση του κράτους ως θεσμού ταξικής κυριαρχίας και εξουσιαστικής κοινωνικής οργάνωσης, καθώς διαφυλάττουν την κυριαρχία του τόσο από εσωτερικούς, όσο και από εξωτερικούς εχθρούς. Αποτελούν βασικό μηχανισμό θωράκισης της
υλικής κυριαρχίας του κεφαλαίου και του κράτους, που η ιστορία τους είναι συνυφασμένη με την καταστολή εξεγέρσεων και επαναστάσεων, όντας τοποτηρητές της αιματοβαμμένης κοινωνικής ειρήνης.
Ο στρατός ως μηχανισμός που προϋπάρχει των εθνικών κρατών και ενσωματώθηκε από αυτά απορροφώντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, συμπυκνώνει ένα σύνολο από κυριαρχικά σημαίνοντα και σημαινόμενα και εκπέμπει την δική του ιδεολογία. Η ιδεολογία του στρατού συνοψίζεται στον
μιλιταρισμό. Ο μιλιταρισμός είναι το κωδικοποιημένο σύνολο αξιών που παράγει και εκπροσωπεί ο στρατός. Είναι η εξύμνηση και αναπαραγωγή του αξιακού του πυρήνα, η διάδοση των στρατιωτικών αρετών στο κοινωνικό σώμα. Ιδεολογικά εκφράζει την κάθετη ιεραρχική οργάνωση, την τυφλή υπακοή και υποταγή στους ανωτέρους, την αποστέρηση της ελεύθερης και κριτικής σκέψης και βούλησης,
την ομοιομορφία, την δύναμη του ισχυρού, τον ανταγωνισμό και την επιβολή. Επιπροσθέτως ο στρατός, απ’ τις αρχαϊκές κοινωνίες ακόμα, αποτελεί προνομιακό πεδίο της πατριαρχικής κοινωνικής δόμησης. Τον στρατό στελεχώνουν άνδρες, η κοινωνική κατασκευή των οποίων περιλαμβάνει την ψυχική τους σκληραγώγηση, την απομάκρυνση από την συναισθηματική τους νοημοσύνη (οι άντρες δεν κλαίνε, οι άνδρες δεν φοβούνται, οι άνδρες προορίζεται για να πολεμούν και να πεθαίνουν υπέρ “πατρίδας”, “έθνους” και φυλής”). Η τιμή, η αιμοδιψία και η πολεμολαγνεία, συνιστούν την ραχοκοκαλιά του μιλιταριστικού, πατριαρχικού δικαίου. Ως σύστημα αξιών ο μιλιταρισμός εκπορεύεται από τους καθεστωτικούς μηχανισμούς προπαγάνδας και εμφορείται ως στρεβλό ιδεώδες μέσα στην
κοινωνία από την νεαρή ηλικία. Οι ιδεολογικές συνισταμένες του αντανακλούν και απορρέουν από την κυρίαρχη κοινωνική οργάνωση και μεταβιβάζονται από τον κρατικό μηχανισμό από τα πρώτα στάδια της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Από την πρωτοβάθμια κιόλας εκπαίδευση οι μιλιταριστικές αξίες επιβάλλονται μέσα από μια προσεκτικά σχεδιασμένη διαδικασία χειραγώγησης. Από τις εθνικές
εκδηλώσεις και παρελάσεις, τους έμφυλους διαχωρισμούς και τον κατακερματισμό των αθλητικών, κοινωνικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων στην βάση της “ιδιοσυγκρασίας” του φύλου, από τα πολεμοκάπηλα βιβλία ιστορίας, τις αρχαίες ναυμαχίες και τις Αλεξανδρινές εκστρατείες, από την
ανδρεία των στρατηλατών και την αυταπάρνηση των εθνικών ηρώων, τους εθνικούς μύθους και την σχολική ιεραρχία και πειθαρχία, η μιλιταριστική διαπαιδαγώγηση είναι αναπόσπαστο στοιχείο της εξουσιαστικής κοινωνικής διαμόρφωσης. Η πολιτική σημασία του μιλιταρισμού αναβαθμίζεται και αποκτά ενισχυμένο ρόλο σε καιρούς καπιταλιστικών κρίσεων και προωθείται ακόμα πιο εντατικά από
την καθεστωτική προπαγάνδα. Κατά την διάρκεια όξυνσης των διακρατικών ανταγωνισμών, ο μιλιταρισμός ανάγεται σε καθοριστικό παράγοντα που ορίζει τους συσχετισμούς δύναμης μεταξύ των κρατών. Οι πολεμικές ασκήσεις διαδέχονται η μία την άλλη με σκοπό την επίδειξη δύναμης και υπεροχής. Ταυτόχρονα στο εσωτερικό, η αποδοχή του μιλιταρισμού από την κοινωνική βάση
εξυπηρετεί τους πολεμικούς σχεδιασμούς των κυρίαρχων, οι οποίοι δε θα διστάσουν να σύρουν στο θάνατο εκατομμύρια ανθρώπους για το άνοιγμα νέων πεδίων καπιταλιστικής κερδοφορίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα τελευταία χρόνια, τα διπλωματικά επεισόδια και οι επικοινωνιακές ιαχές πολέμου έχουν πυκνώσει. Για να ξεπεράσει τη δομική κρίση που το ταλαντεύει, το σύστημα κατευθύνεται στην ίδια καταστρεπτική τροχειά που χάραξε το προηγούμενο αιώνα: αυτή του γενικευμένου διακρατικού πολέμου. Το φάντασμα του έχει στοιχειώσει ξανά τον δυτικό, “ανεπτυγμένο” κόσμο και για πρώτη φορά μετά το τέλος του β’ παγκοσμίου πόλεμου, η διεξαγωγή του αποτελεί ένα ορατό σενάριο.
Σε αυτή την κατεύθυνση, της προοπτικής ξεσπάσματος ενός γενικευμένου πολέμου, το ελληνικό κράτος δεν είναι ούτε αμέτοχο, ούτε ουδέτερο, αλλά διεκδικεί συγκεκριμένο ρόλο. Ως κομμάτι των πολεμικών διεργασιών των καιρών, ενισχύει τις στρατιωτικές του συμμαχίες (π.χ. άξονας Ελλάδας- Κύπρου – ΙσραήλΑιγύπτου), διευρύνει την γεωπολιτική επιρροή του ως μέλος υπερκρατικών μηχανισμών (ΝΑΤΟ, Ε.Ε.) και επιχειρεί την εκμετάλλευση της χωροταξικής του θέσης, ως κρίσιμο γεωστρατηγικό σταυροδρόμι. Παράλληλα, με αφορμή την επικύρωση της συμφωνίας των Πρεσπών επιχειρεί την αναβάθμιση της γεωπολιτικής του θέσης στην πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης, τα Βαλκάνια, ενώ το
εγχώριο κεφάλαιο προετοιμάζει τους όρους για την επιθετική επαναπροώθηση του στην ευρύτερη περιοχή, στην οποία η επιχειρηματική του κινητικότητα είναι ιδιαίτερα ισχυρή.
Εθνικισμός- πατριωτισμός- μιλιταρισμός στην Ελλάδα
Ο εθνικισμός- πατριωτισμός δεν αποτελεί προνομιακό πεδίο μόνο των δεξιών και ακροδεξιών κομμάτων και οργανώσεων, όπως συνηθίζεται να θεωρείται, αλλά διατρέχει όλο το τόξο του κοινοβουλευτικού πολιτικού συστήματος καθώς και το μεγαλύτερο μέρος του εξωκοινοβουλευτικού. Ενσωματώνεται τόσο στην πολιτική της δεξιάς, με ξενοφοβικά, συντηρητικά και ρατσιστικά χαρακτηριστικά εκφραζόμενο μέσα από το τρίπτυχο «πατρίς , θρησκεία , οικογένεια», όσο και στην πολιτική της αριστεράς υπό το πρίσμα της “εθνικής ανεξαρτησίας των κρατών”, του αντιιμπεριαλισμού και του αιτήματος για την ικανοποίηση των αναγκών και των συμφερόντων του “εθνικού λαού”.
Όσον αφορά την παρούσα συγκυρία, η έξαρση του εθνικισμού στην Ελλάδα κατά τα τελευταία χρόνια γίνεται αντιληπτή και ερμηνεύεται λανθασμένα με βάση το πρόβλημα της «ανόδου της ακροδεξιάς», με βάση το μεταναστευτικό «πρόβλημα» που δεν μπορεί να διαχειριστεί η χρεωκοπημένη ελληνική
οικονομία και με βάση το αφήγημα περί “αγανακτισμένου ελληνικού λαού” που στρέφεται σε ακραίες εκδηλώσεις εθνικισμού. Ως λύση δε στον εθνικό παροξυσμό των ημερών μας προβάλλεται η ψήφος στην αριστερά.
Σε αντίθεση όμως με αυτό το αφήγημα, οι ρίζες του ελληνικού εθνικισμού-πατριωτισμού είναι βαθιές και αγκαλιάζουν όλο το φάσμα του ελληνικού πολιτικού συστήματος, αλλά και ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Οι ρίζες του ελληνικού εθνοπατριωτισμού στην σύγχρονη εκδοχή του μπορούν να
τοποθετηθούν στις αρχές της δεκαετίας του ’90 , όταν μετά την διάλυση του ανατολικού μπλοκ και την συγκρότηση νέων εθνικών κρατών στην περιοχή της άλλοτε ενιαίας ΕΣΣΔ και της Γιουκοσλαβίας , το ελληνικό κράτος επιχείρησε να διευρύνει την επιρροή του και να ισχυροποιήσει την θέση του στην περιοχή. Οι επεκτατικές βλέψεις του ελληνικού κράτους βρίσκουν άξιο σύμμαχο τους στην περιοχή το φασιστικό καθεστώς της Σερβίας του Μιλόσεβιτς που επιχειρούσε να κυριαρχήσει στην υπό διάλυση Γιουκοσλαβία. Ο εθνικιστικός ζόφος που διαμορφώνεται για να στηρίξει τα ελληνοσερβικά σχέδια ξεδιπλώνεται στα συλλαλητήρια του ’92 όπου σύσσωμος ο εθνικός κορμός διατυμπανίζει την
ελληνικότητα της Μακεδονίας, στην υποστήριξη και συγκάλυψη από το ελληνικό πολιτικό σύστημα και τα ΜΜΕ των σφαγών που διέπραττε στην Βοσνία το καθεστώς Μιλόσεβιτς, καθώς και στην έμπρακτη συμμετοχή Ελλήνων φασιστών και παρακρατικών στο σφαγείο της Σρεμπρένιτσα.
Οι επεκτατικές βλέψεις του Ελληνικού κράτους προς τα νεοσύστατα τότε βαλκανικά κράτη δεν απέφεραν εδαφικά οφέλη, αφού δεν μετουσιώθηκαν σε στρατιωτικούς σχεδιασμούς. Οι ενδοκαπιταλιστικοί ανταγωνισμοί οι οποίοι αποτυπώθηκαν , καθώς και η μετέπειτα υιοθέτηση της νεοφιλελεύθερης γραμμής Μητσοτάκη απομάκρυναν την προοπτική ενσάρκωσης των αστικών βλέψεων, γεγονός για το οποίο συνέβαλε τόσο ο μέσος βαθμός ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού όσο και η στρατηγική του ΝΑΤΟ. Παρόλα αυτά το ελληνικό κράτος και κεφάλαιο επωφελούμενα από την ρευστή κατάσταση στα Βαλκάνια επιχειρούν αφενός να κυριαρχήσουν και να εκμεταλλευτούν τις κατεστραμμένες οικονομίες των Βαλκανίων και αφετέρου εκμεταλλεύονται το εντός των συνόρων εργατικό δυναμικό, που μετανάστευσε στην Ελλάδα κατά το επόμενο διάστημα από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και από τα Βαλκάνια. Στην Ελλάδα της ανάπτυξης ο εθνικισμός αποτέλεσε έναν ισχυρό παράγοντα για την διαμόρφωση, του αισθήματος ανωτερότητας των Ελλήνων απέναντι στο μεταναστευτικό εργατικό δυναμικό καθώς επίσης και ένα στέρεο θεμέλιο της εκμετάλλευσης και της υποτίμησης των ζωών των μεταναστών εργατών/τριών πάνω στο οποίο βασίστηκε η «εθνική ανάπτυξη».
Η εθνικιστική παρακαταθήκη που άφησαν πίσω τους τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’90 χρησιμοποιείται στην συνέχεια της δεκαετίας για την ικανοποίηση των βλέψεων του ελληνικού κράτους και των ελληνικών αφεντικών για την κυριαρχία στο Αιγαίο. Αυτή την φορά, ως εξωτερικός «εχθρός» του έθνους ορίζεται η Τουρκία και ο εθνικός παροξυσμός κάνει την εμφάνιση του με αφορμή την «εθνική κρίση» των Ιμίων το ’96 και τα γεγονότα του ίδιου έτους στην Κύπρο.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, κατά τις δύο δεκαετίες της εθνικής ανάπτυξης από το ’90 και έπειτα, ο εθνοπατριωτισμός στην Ελλάδα εμπεδώνεται από ευρύτερα κομμάτια της κοινωνίας και καλλιεργείται το αίσθημα της «εθνικής υπερηφάνειας» για την Ελλάδα της ευμάρειας και του νεοπλουτισμού.
Κατά τα επόμενα χρόνια, μέσα σε ένα ολοένα και πιο ανταγωνιστικό παγκόσμιο σκηνικό, το οποίο πυροδοτήθηκε ιδιαίτερα μετά την εκδήλωση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 και χαρακτηρίζεται από την όξυνση των οικονομικών, εμπορικών και στρατιωτικών προστριβών μεταξύ κρατικών και υπερκρατικών μηχανισμών , το ελληνικό κράτος αναζητά την θέση του μέσα στο
νέο αναδιαρθρωμένο περιβάλλον. Ο εθνικισμός-πατριωτισμός αποτελεί για το ελληνικό κράτος ένα πολύτιμο εργαλείο για την διαχείριση της εσωτερικής του κρίσης, καθώς και για την εξυπηρέτηση των γεωπολιτικών και οικονομικών συμφερόντων του. Στην Ελλάδα της κρίσης και των μνημονίων, η εθνικιστική δυναμική που είχε διαμορφωθεί στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας κατά τα
προηγούμενα χρόνια «απελευθερώνεται» και εκφράζεται σε πολλά επίπεδα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής . Από το 2007 και έπειτα, ακροδεξιά (ΛΑΟΣ ,ΑΝΕΛ) και νεοναζιστικά (Χ.Α) κόμματα εισέρχονται στο ελληνικό κοινοβούλιο, ενώ παράλληλα πληθαίνουν οι ρατσιστικές επιθέσεις και τα πογκρόμ κατά
μεταναστών/στριων από έλληνες φασίστες σε συνεργασία με μπάτσους, μαφιόζους, αγανακτισμένους μικροαστούς-μαγαζάτορες και «φιλήσυχους» κατοίκους των γειτονιών. Ορισμένες από τις επιθέσεις εναντίον αντιφασιστών και μεταναστών καταλήγουν να είναι δολοφονικές. Την ίδια στιγμή μέσα σε περιβάλλον όξυνσης της εργασιακής-ταξικής εκμετάλλευσης, ο εθνοπατριωτισμός με αριστερό πρόσημο αυτή την φορά, εμφανίζεται στο προσκήνιο με το αφήγημα περί «κακών Ευρωπαίων» που επιβουλεύονται την Ελλάδα και ευθύνονται για τα δεινά του ελληνικού λαού. Το εν λόγω αφήγημα αποτέλεσε την κύρια ρητορική με την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ ανήλθε και διατηρήθηκε στην εξουσία, καθώς επίσης και την κοινή ρητορική όλων των καθεστωτικών δυνάμεων από την ακροδεξιά έως την ακροαριστερά, όπως αυτή εκφράστηκε στο κίνημα των πλατειών το 2011 και στα περήφανα εθνικά “OXI” στο δημοψήφισμα του 2015. Πρόκειται για ένα αφήγημα, το οποίο προτάσσοντας
το ιδεολόγημα του εθνοπατριωτισμού μέσα από εθνικοαπελευθερωτικές κορώνες για την αποδέσμευση του κράτους από τον ξένο ιμπεριαλιστικό ζυγό, αμβλύνει και αποπροσανατολίζει τον ταξικό αγώνα ενάντια στους εγχώριους εκμεταλλευτές και θέτει στη βάση του την εξυπηρέτηση του «συλλογικού
συμφέροντος» της πατρίδας έναντι των «ξένων επικυρίαρχων». Από την άλλη πλευρά, η διαχρονική λειτουργία του εθνικισμού-πατριωτισμού να δημιουργεί «εσωτερικούς εχθρούς», χρησιμοποιείται ως ένα πολύτιμο μέσο για την διαχείριση του μεταναστευτικού εργατικού δυναμικού. Η εκ νόμου παρανομοποίηση της εργασίας των μεταναστών/στριων και η υπαγωγή των ζωών τους σε καθεστώς ανασφάλειας με την συμβολή φασιστικών και ξενοφοβικών κραυγών επιβολής και τρομοκρατίας, παράγουν την απαραίτητη για μικρά και μεγάλα αφεντικά υποτιμημένη εργατική δύναμη. Στα χρόνια της κρίσης και με την αύξηση των μεταναστευτικών ροών προς την Ελλάδα λόγω και των
πολεμικών συγκρούσεων της Μ. Ανατολής, ένα μεγάλο μέρος του μεταναστευτικού εργατικού δυναμικού θεωρείται πλεονάζον για τις παραγωγικές ανάγκες της αγοράς και κατά συνέπεια βιώνει τον εγκλεισμό σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, οδηγείται στον θάνατο στην προσπάθεια του περάσει τα σύνορα
ή επαναπροωθείται βίαια στις χώρες από τις οποίες ήρθε. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ακολουθώντας αυτή την πολιτική θέτει σε εφαρμογή την στρατιωτικοποίηση των συνόρων και την στρατιωτικού τύπου διαχείριση των μεταναστών/στριων. Παράλληλα εξασφαλίζει τα απαραίτητα κονδύλια από την Ε.Ε για την πραγμάτωση του έργου που έχει αναλάβει και πλασάρει τον αριστερό ανθρωπισμό με την μπίζνα των ΜΚΟ εντός των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Επιπροσθέτως, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε την αξιοποίηση του εθνοπατριωτισμού και σε ότι αφορά την προσπάθεια γεωπολιτικής αναβάθμισης
του ελληνικού κράτους. Η ολοκλήρωση της συμφωνίας των Πρεσπών σηματοδοτεί το παραπέρα άνοιγμα του ελληνικού κεφαλαίου στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και την διεύρυνση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της εγχώριας αστικής τάξης. Το κλείσιμο της συμφωνίας επιστρατεύτηκε από την πλευρά της κυβέρνησης για τον εμπλουτισμό, σε επικοινωνιακό ή υλικό επίπεδο του αφηγήματος περί “ισχυρής μεταμνημονιακής Ελλάδας”. Οι δηλώσεις του Τσίπρα “πατριωτισμός είναι να κάνουμε την Ελλάδα ηγέτιδα δύναμη των Βαλκανίων” αναδεικνύει την στρατηγική της κυβέρνησης της αριστεράς, την συνέχεια του κράτους και του θεσμικού εθνικισμού με αριστερό πρόσημο. Παράλληλα, τα συλλαλητήρια που διοργανώθηκαν με αφορμή το ονοματολογικό
ζήτημα, αφενός χρησιμοποιήθηκαν ως δεξαμενές ψήφων από όλα τα κόμματα του κοινοβουλευτικού φάσματος και αφετέρου έδωσαν την ευκαιρία στον εθνικό κορμό να ανασυνταχθεί και να βρεθεί για άλλη μια φορά σύσσωμος στο δρόμο, υπερασπιζόμενος τα φαντασιακά εθνικά συμφέροντα της πατρίδας,
ξεδιπλώνοντας δημόσια την εθνικιστική και φασιστική ρητορική και δράση του.
Εθνικισμός- πατριωτισμός- μιλιταρισμός στο πανεπιστήμιο
Το πανεπιστήμιο, από την πλευρά του, ως ένας κρατικός θεσμός ο οποίος λειτουργεί με όρους καπιταλιστικής επιχείρησης δεν θα μπορούσε να αποτελεί ένα πεδίο ουδέτερης γνώσης που συμβάλει στην εξέλιξη της «καθαρής» επιστήμης και της τεχνολογίας. Οι κατευθύνσεις, τα αντικείμενα και οι τρόποι γνώσης που το πανεπιστήμιο παράγει, είναι συνδεδεμένα με την εκάστοτε κοινωνική, πολιτική και παραγωγική πραγματικότητα. Ο θεσμός του πανεπιστημίου με το γνωσιολογικό υλικό που παράγει αφενός νοηματοδοτεί και νομιμοποιεί τις κυρίαρχες αφηγήσεις και αφετέρου ικανοποιεί τις ανάγκες της
καπιταλιστικής αγοράς σύμφωνα με τον νόμο της προσφοράς και της ζήτησης, αλλά και με βάση τις μεσοπρόθεσμες ή μακροπρόθεσμες στρατηγικές, ανάπτυξης της κερδοφορίας του κεφαλαίου.
Μέσα σε ένα περιβάλλον περιφερειακών πολέμων και συγκρούσεων στην μέση ανατολή, στην βόρεια αφρική, στην κεντρική ασία και αλλού και τις συνθήκες διακρατικών εντάσεων στην Ανατολική Μεσόγειο, που έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση των μεταναστευτικών ροών προς την Ελλάδα, το ελληνικό κράτος με κύρια όπλα του τον εθνοπατριωτισμό και τον μιλιταρισμό προσπαθεί να διαχειριστεί την κατάσταση αυτή προς όφελος του. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο το πανεπιστήμιο, υπηρετώντας τους σχεδιασμούς κράτους και κεφαλαίου, συνεργάζεται σταθερά με τον στρατό, με τα ινστιτούτα που βρίσκονται υπό την εποπτεία του και με ιδιωτικές εταιρείες που παράγουν τεχνολογίες για το στρατό
και συστήματα ελέγχου (πχ SpaceHellas), εξασφαλίζοντας έτσι τις απαραίτητες για την λειτουργία του χρηματοδοτήσεις. Από τα ερευνητικά προγράμματα του ΕΜΠ για τις τεχνολογίες ελέγχου των συνόρων μέχρι το μνημόνιο συνεργασίας που σύναψε το πανεπιστήμιο Θεσσαλίας με επισκευαστικό εργοστάσιο αρμάτων μάχης, από τα χρηματοδοτούμενα think tanks των γεωπολιτικών αναλυτών και διεθνολόγων του τμήματος Διεθνών Σπουδών της Παντείου περί Ανατολικής Μεσογείου και Ελληνοτουρκικών Σχέσεων, μέχρι τα συνέδρια που διοργανώνονται στην Πάντειο για την διαχείριση της «προσφυγικής κρίσης», οι πανεπιστημιακοί και οι φοιτητές/τριες τους συμβάλλουν στην αναβάθμιση των οπλικών συστημάτων του ελληνικού κράτους και στην στρατιωτικού τύπου διαχείριση των μεταναστών εργατριών/των, υπηρετώντας με συνέπεια τις στοχεύσεις του ελληνικού θεσμικού εθνοπατριωτισμού και μιλιταρισμού, στην γραμμή των «εθνικών» συμφερόντων.
Απέναντι λοιπόν στην διαρκή όξυνση της ταξικής εκμετάλλευσης και της κοινωνικής καταπίεσης, την ένταξη και αξιοποίηση του θεσμού του πανεπιστημίου στα καταστροφικά σχέδια κράτους και κεφαλαίου, οι δικές μας απαντήσεις βρίσκονται στον συνεχή αγώνα εντός και εκτός σχολών για την
οικοδόμηση της επαναστατικής προοπτικής. Αγωνιζόμαστε με όραμα την δημιουργία μιας κοινωνίας που δεν θα διαιρείται σε οικονομικές τάξεις και δεν θα κατακερματίζεται σε έθνη και φυλές. Μιας κοινωνίας που θα λειτουργεί και θα αναπτύσσεται μέσα σε ένα αταξικό και ανεξούσιο περιβάλλον ολόπλευρης
ισότητας και ελευθερίας. Ο κόσμος για τον οποίο παλεύουμε δεν κινητοποιείται από το ατομικό κέρδος και τον πλουτισμό των ολίγων, αντίθετα στοχεύει στην συλλογική ευημερία όλων των μελών της κοινότητας, για την μέγιστη κάλυψη των ποικίλων αναγκών τους. Ο κόσμος αυτός δεν περιστοιχίζεται από σύνορα και εθνικές πατρίδες και δεν χωρίζεται σε ντόπιους και ξένους. Οι δεσμοί που τον
ενώνουν δεν είναι επίπλαστοι και επιβεβλημένοι απ’ τα πάνω: είναι η ενότητα της αλληλεγγύης, η ομορφιά της συντροφικότητας, η αυταπάρνηση του ενός για την άλλη που διέπει αξιακά αυτό τον κόσμο.
Ο κόσμος του κεφαλαίου και του κράτους, ο κόσμος της βαρβαρότητας και της δυστυχίας δεν μεταρρυθμίζεται. Καταστρέφεται. Σε αυτήν την κατεύθυνση, καλούμαστε να οργανωθούμε και να παλέψουμε, αποδομώντας τις κυρίαρχες αφηγήσεις , μαχόμενοι συλλογικά ενάντια στα σχέδια κράτους και κεφαλαίου και πολεμώντας κάθε εξουσιαστική κοινωνική σχέση. Να τραβήξουμε κάθε μικρό ή
μεγάλο αγώνα προς την επαναστατική προοπτική. Να αγωνιστούμε και να σχεδιάσουμε το πέρασμα στην ακρατική και αταξική κοινωνία. Στην Αναρχία.
Αυτοδιαχειριζόμενο στέκι φιλοσοφικής
3.Εθνοπατριωτισμός – μιλιταρισμός, τα συνεκτικά εργαλεία του κράτους
Κάθε κράτος βρίσκεται προσδεμένο στο άρμα των συμφερόντων υπερκρατικών σχηματισμών. Ανάλογα τους γεωπολιτικούς και γεωστρατηγικούς σχεδιασμούς αυτών των σχηματισμών, τα κράτη προσαρμόζουν και τις διπλωματικές, πολεμικές και οικονομικές τους δραστηριότητες. Αυτή την περίοδο το ελλαδικό κράτος ανέλαβε να προωθήσει την ένταξη του γειτονικού κράτους στο ΝΑΤΟ και αργότερα στην ΕΕ, μέσω της λύσης του «Μακεδονικού» ζητήματος. Με αφορμή την συμφωνία η εθνοπατριωτική προπαγάνδα αναζωπυρώνεται για να εργαλειοποιηθεί από όλο το πολιτικό φάσμα. Στα πλαίσια των
ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών μια μερίδα του κεφαλαίου έχει συμφέρον να μπλοκάρει την «συμφωνία των Πρεσπών» και κατά συνέπεια την ένταξη του γειτονικού κράτους στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Δεν θέλουμε να σταθούμε στους σχεδιασμούς και τα παιχνίδια των κυρίαρχων, αλλά στο ότι η ρευστή ιδεολογία του εθνοπατριωτισμού καλλιεργείται και συντηρείται μεθοδικά, από τους κρατικούς θεσμούς, τον εκκλησιαστικό μηχανισμό και τα ΜΜΕ(κεφάλαιο), στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα έως ότου «χρειαστεί» να αναζωπυρωθεί.
Πατριωτισμός είναι η φετιχοποίηση των προγονικών εδαφών είναι δηλαδή η απόδοση εξαιρετικών ιδιοτήτων στις γεωγραφικές περιοχές και τις κοινωνίες στις οποίες μεγάλωσαν, δούλεψαν και πέθαναν ολόκληρες γενιές. Στη πραγματικότητα κάθε τόπος και κάθε κοινωνία έχει “θετικά” και “αρνητικά”
χαρακτηριστικά ταυτόχρονα, είτε όσο αναφορά το γεωγραφικό χώρο (καιρικές συνθήκες, τοπία) είτε εξετάζοντας τις κοινωνίες από ελευθεριακή σκοπιά (ρατσισμός, πατριαρχία, σχέσεις εξουσίας, συντηρητικές παραδόσεις και έθιμα). Παρόλαυτα ο πατριωτισμός έχει την τάση να εξιδανικεύει τα χαρακτηριστικά των περιοχών και των κοινωνιών, όποια κι αν είναι αυτά. Αργά η γρήγορα ο
πατριωτισμός αναπόφευκτα καταλήγει στον τοπικισμό, δηλαδή στην προσκόλληση των κατώτερων κοινωνικών τάξεων στα συμφέροντα του τόπου. Ουσιαστικά πρόκειται για τα συμφέροντα του ντόπιου, μικρού η μεγάλου, κεφαλαίου, τα οποία αντιδιαλεκτικά συνδέονται με τα συμφέροντα των
καταπιεσμένων. Ο πατριωτισμός είναι ένα εξαιρετικό εργαλείο ώστε να αποφεύγονται οι διεκδικήσεις, να συντηρείται η τάξη και η ασφάλεια, που κράτος και αφεντικά χρειάζονται ώστε ανενόχλητοι να υλοποιήσουν τα καταστρεπτικά τους σχέδια. Πάνω στη λογική του πατριωτισμού κρατικοί θεσμοί και ο
εκκλησιαστικός μηχανισμός χτίζουν και αναπαράγουν το αφήγημα του έθνους, στους ευρύτερους γεωγραφικούς χώρους που βρίσκονται υπό τον έλεγχο τους. Καλλιεργούν τη φαντασιακή κοινότητα του έθνους επιδιώκοντας την εθνική ομοιογένεια που επιτεύχθηκε και επιτυγχάνεται καταπατώντας τη
διαφορετικότητα.
«“Ο πατριωτισμός κύριε είναι το τελευταίο καταφύγιο των απατεώνων”
(Σάμιουελ Τζάκσον). Ο Λέον Τολστόι, ο μεγαλύτερος αντιπατριώτης των καιρών μας, ορίζει τον πατριωτισμό ως την αρχή με την οποία δικαιολογούμε την εκπαίδευση αδίστακτων δολοφόνων… Ο πατριωτισμός υποθέτει πως η σφαίρα μας είναι χωρισμένη σε μικρά σημεία, που το κάθε ένα από αυτά περικλείεται από ένα σιδηρούν παραπέτασμα. Αυτοί που είχαν την τύχη να έχουν γεννηθεί σε ένα συγκεκριμένο σημείο θεωρούν τους εαυτούς τους ευγενέστερους, καλύτερους, μεγαλύτερους και πιο έξυπνους από εκείνους που κατοικούν σε οποιοδήποτε άλλο σημείο. Είναι, ως εκ τούτου, καθήκον οπουδήποτε ζει σε αυτό το συγκεκριμένο σημείο να πολεμά, να σκοτώνει και να πεθαίνει προσπαθώντας να επιβάλει την υπεροχή του πάνω σε όλους τους άλλους… Όταν το παιδί
ενηλικιωθεί, έχει ήδη κορεστεί από την πεποίθηση πως είναι ο εκλεκτός του Θεού για την υπεράσπιση της χώρας του ενάντια στις επιθέσεις ή την εισβολή οποιουδήποτε ξένου. Για αυτό το λόγο απαιτούμε μεγαλύτερο στρατό και ναυτικό, περισσότερα θωρηκτά και πυρομαχικά. Ο στρατός και το ναυτικό
αντιπροσωπεύουν τα παιχνίδια του λαού.» (Έμμα Γκόλντμαν – Σαν Φρανσίσκο 1908 «Πατριωτισμός μια απειλή για την ελευθερία.» ) Σήμερα στο 2019 το παραπάνω απόσπασμα δεν μας μοιάζει απαρχαιωμένο και ξεπερασμένο, κάθε άλλο. Από νωρίς μέσα από την οικογένεια, την θρησκεία, την
εκπαίδευση, τον στρατό, τα μμε, εμπεδώνουμε πως είμαστε μέλη μιας φαντασιακής κοινότητας εντός συνόρων, ενός «έθνους» με μοναδική ανωτερότητα έναντι των άλλων «εθνών». Μαθαίνουμε πως είμαστε κληρονόμοι μιας μοναδικής ιστορίας, γλώσσας, πολιτισμού, θρησκείας, τα οποία οφείλουμε
να υπερασπιστούμε από την «αλλοίωση» των κακών «ξένων» με κάθε μέσο, κυριότερα με τις ίδιες τις ζωές μας ως κρέατα για σφαίρες σε δυνητικά πολεμικά μέτωπα. Ποτέ δεν μαθαίνουμε από τους κρατικούς θεσμούς την ιστορία των Άλλων, δηλαδή των διαφορετικών, των αντιρρησιών της «εθνικής» συνείδησης, των διωγμένων, των κυνηγημένων, των πολιτικά αντιφρονούντων, των ταξικών αγώνων. Το Άλλο είναι ο κατασκευασμένος εχθρός του κράτους. Οτιδήποτε διαταράσσει την ομαλή λειτουργία του κράτους, δημιουργεί ρήξεις στα θεμέλια της «εθνικής» συνείδησης, αμφισβητεί την εξουσία των κρατικών θεσμών αποτελεί ένα εχθρό που πρέπει να εξοντωθεί. Από τη βρεφική σχεδόν ηλικία
εμπεδώνουμε πως κάποιοι «εχθροί» θέλουν το κακό των ζωών μας και πως πρέπει να «τιμάμε» την «εθνική» μας ιστορία, τα σύνορά, την γλώσσα, το κράτος μας. Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν είναι δικό μας. Κανένα κράτος και κανένα «έθνος», καμιά πατρίδα και καμιά γλώσσα, καμιά θρησκεία και καμιά ιστορία της κυριαρχίας δεν είναι δικά μας.
Ο μιλιταρισμός αποτελεί δομικό στοιχείο του ελληνικού κράτους από τις απαρχές του και έχει εκφραστεί μέσα στο χρόνο με αλυτρωτικές ιδέες, επεκτατικούς πολέμους, συμμετοχή σε πολεμικές συρράξεις υπό την αιγίδα διακρατικών και υπερκρατικών συμφωνιών, εκσυγχρονισμό των αμυντικών συστημάτων,
εξασφάλιση μεγάλων ποσών σε κρατικά κονδύλια και χρηματοδοτήσεις για αναβάθμιση πολεμικών εξοπλισμών και εγκαταστάσεων, μισθούς στρατιωτικών, αναδρομικά, συντάξεις απόστρατων κ.α. Όλα αυτά για να εμπεδωθούν στο κοινωνικό σώμα ως «αναγκαία» για την επιβίωση και την προστασία του
«έθνους», μέσω των μηχανισμών πειθάρχησης κοινωνικού ελέγχου και επιβολής κατασκευάζεται η διαρκής «απειλή» ενός αόρατου ή και συγκεκριμένου (γειτονικά κράτη, μεταναστευτικές ροές) εξωτερικού «εχθρού». Σε αυτό το πλαίσιο διαμορφώνεται ένα μόνιμο καθεστώς εξαίρεσης που στρώνει το έδαφος για την υλοποίηση κάθε σχεδιασμού από πλευράς κράτους και κεφαλαίου. Ένα πλαίσιο στο οποίο κανονικοποιείται σε όλα τα κοινωνικά στρώματα ο θρησκευτικός, κοινωνικός, φυλετικός και ταξικός ρατσισμός, και η βία που έρχεται ως συνοδευτικό της έκφρασης του καθεστώτος εξαίρεσης. Καταστολή, εγκλεισμός, περιθωριοποίηση, στιγματισμός είναι λίγα από τα αποτελέσματα που βλέπουμε καθημερινά γύρω μας να αναπαράγονται από τους «από κάτω» παράλληλα με τους μηχανισμούς κράτους και κεφαλαίου. Οι τάξεις των καταπιεσμένων έτσι δεν αντιδρούν για την ολοένα και εντεινόμενη φτωχοποίησή τους και τις κρατικές περικοπές σε δωρεάν υγεία και παιδεία, καθώς οι υπέρογκες δαπάνες για στρατό και αστυνομία έχουν ήδη εμπεδωθεί ως απαραίτητες για την διατήρηση του δόγματος «τάξης και ασφάλειας». Ο μιλιταρισμός αποτελεί ταυτόχρονα, πέρα από εργαλείο του κράτους συνυφασμένο με την «υπεράσπιση της πατρίδας, της οικογένειας, της θρησκείας», και διαδικασία «ανδρικής» ολοκλήρωσης. Γίνεται άντρας όποιος μαθαίνει να κρατά όπλο κι είναι έτοιμος να φάει την πρώτη σφαίρα για λογαριασμό των συμφερόντων του κεφαλαίου και των διακρατικών ανταγωνισμών – συμφωνιών. Αποτελεί κοινωνικό κανόνα ο άντρας να έχει πάει στρατό, να έχει υπηρετήσει την πατρίδα, πριν συνεχίσει την προγραμματισμένη του ζωή, δηλαδή δουλειά, οικογένεια, περιουσία.
Στιγματίζεται και εξαιρείται, όχι απαραίτητα με υλικούς όρους πάντα, όποιος αρνήθηκε να γίνει υπηρέτης στρατιώτης του κράτους. Οι περιπτώσεις των ολικών αρνητών στράτευσης και τα στρατοδικεία που περνάνε είναι ένα δείγμα της «εξαίρεσής» τους από την κανονικότητα του κράτους.
Όμως ο εθνοπατριωτισμός κι ο μιλιταρισμός δεν αποτελούν συστατικά στοιχεία μόνο του (ας το πούμε) «δεξιού στρατοπέδου» και των νεοναζιστικών οργανώσεων, όπως συνηθίζεται ως αντίληψη να αναπαράγεται. Ο ίδιος εθνοπατριωτισμός, η ίδια πολεμολαγνεία κι ο μιλιταρισμός εκφράζονται στο
ακέραιο από τις νεομπολσεβίκικες ομαδοποιήσεις και οργανώσεις, τόσο σε επίπεδο «αριστερών» κομματικών μηχανισμών όσο και στις μαρξιστικής γραμμής ουρές τους, που προσκυνούν με θρησκευτική πίστη τα εθνικοαπελευθερωτικά μέτωπα με στόχο την σύσταση νέων κρατικών μηχανισμών επιβολής, εξουσίας και καταπίεσης. Είναι οι ίδιοι αντίφα οπαδοί της κερκίδας που στέκονται κάτω
από ελληνικές και χριστιανορθόδοξες σημαίες. Είναι εκείνοι που θα πολεμήσουν για την πατρίδα με «διεθνιστική» ταμπέλα και που οι περιφρουρήσεις τους αντιγράφουν την μιλιταριστική οργάνωση του κράτους. Εκείνοι που δημιουργούν κλίμα φόβου και «απειλής» από ένα δυνητικό πόλεμο με γειτονικά κράτη. Όπως ο σεξισμός και η πατριαρχική εξουσία έχει διαβρώσει κάθε κοινωνικό υπερσύνολο και υποσύνολο ανεξαρτήτου πολιτικής ταυτότητας που δηλώνει, το ίδιο ισχύει και για τον εθνοπατριωτισμό και τον μιλιταρισμό. Ο εθνοπατριωτισμός κι ο μιλιταρισμός «υμνούνται» από τις απαρχές της
συγκρότησης του ελληνικού κράτους μέχρι σήμερα μέσα από την διαχρονική πατριωτική κουλτούρα. Από τα δημοτικά και παραδοσιακά τραγούδια και χορούς με παραδοσιακές φορεσιές, τα κλέφτικα, τον εθνικό ύμνο, την ελληνική ποίηση, τα λαϊκά τραγούδια, τον ύμνο του εαμ, του ελας, της επον, τα αντάρτικα, τα «απαγορευμένα» και λογοκριμένα αριστερά τραγούδια τα χρόνια της δικτατορίας, τα «επικά» και «αγωνιστικά» τραγούδια της μεταπολίτευσης, τα έντεχνα και λαϊκά της εποχής του πασοκ, το έντεχνο του ‘90 στην εποχή των επιδοτήσεων και της «πολιτισμικής» ανάπτυξης, το ελληνικό ροκ, αλλά και τα πιο σύγχρονα «μνημονιακά» που οικτίρουν τους προδότες ανθέλληνες πολιτικούς και
κλαίνε την πατρίδα και το «ρημαγμένο» τους έθνος, ο σκοπός είναι ένας. Να εμπεδωθεί εύηχα και εύστοχα ο πατριωτισμός, ο εθνικισμός, ο μιλιταρισμός. Η κρητική λεβεντιά, ο μεγαλέκος και η «αντρεία» του, το μεγαλείο της ελληνικής ιστορίας, η γενναιότητα των ανταρτών που πολεμούσαν για το καλό της πατρίδας, οι κακοί ξένοι που εποφθαλμιούν τον τόπο των πατριωτών και την διάλυση του έθνους, οι ετοιμοπόλεμοι άντρες που θα πεθάνουν για τα σύνορα, βομβαρδίζουν επί χρόνια την καθημερινότητα μας μέσα από την Υπηρεσία Ενημέρωσης Ενόπλων Δυνάμεων της χούντας, τα μεγάφωνα των ταξικών απεργιών, τα καφενεία, τα κέντρα διασκέδασης, την ΕΡΤ της αριστεράς και της προόδου, τις φιέστες των πολιτικών συγκεντρώσεων των αριστερών κομμάτων, τα σκυλάδικα της εθνικής και τα μπουζούκια, το Ηρώδειο, τα συναυλιάδικα, και κάθε «χώρο πολιτισμού» (όπως ονομάστηκαν από πλευράς κράτους χαρακτηρίζοντας τον πολιτισμό ως εθνικό στοιχείο αλλά και εργαλείο προπαγάνδας). Σε κάθε περίπτωση ο πατριωτικός πολιτισμός είτε από αριστερά είτε από δεξιά έχει καταφέρει να συμβάλλει σημαντικά στην κατασκευή των εθνικιστικών προτύπων και της λατρείας του μιλιταρισμού ανενόχλητα. Δεν μας προξενεί καμιά εντύπωση το ότι τροβαδούροι της αριστεράς παρελαύνουν στα εθνικιστικά συλλαλητήρια. Δεν μας προκαλεί καμιά έκπληξη η λατρεία των εθνικοαπελευθερωτικών αντάρτικων από τους σύγχρονους κρυφοπατριώτες των «ριζοσπαστικών» χώρων. Κάθε άλλο…
Σε επίπεδο πανεπιστημίου οι «συνεργασίες» μεταξύ μεταπτυχιακών αλλά και προπτυχιακών τμημάτων με το στρατό δίνουν και παίρνουν. Το πανεπιστήμιο δεν αποτελεί μόνο την δεξαμενή της απλήρωτης εργασίας και έρευνας των φοιτητριών/ών για λογαριασμό κρατικών αναγκών (πολεοδομικές αλλαγές,
κυκλοφοριακές ρυθμίσεις, γεωτεχνικές μελέτες κ.α) αλλά και χαμηλού κόστους χώρους έρευνας για την βελτίωση και αναβάθμιση των οπλικών συστημάτων, την μηχανοργάνωση του στρατού, την ενίσχυση της «φύλαξης» των συνόρων και των στρατοπέδων συγκέντρωσης μεταναστριών/ών. Σε μια κατάσταση win – win οι φοιτητές/τριες εξασφαλίζουν την εύνοια του επιβλέποντος καθηγητή, τον καλό βαθμό, εξοικειώνονται να αντιμετωπίζουν το θάνατο που προκαλεί ο πατριωτισμός ως πηγή κέρδους. Ο κρατικός θεσμός του πανεπιστημίου εξασφαλίζει μεγαλύτερες επιχορηγήσεις και συμμετοχή σε ερευνητικά κερδοφόρα προγράμματα. Ο στρατός βελτιώνει τις υλικοτεχνικές υποδομές του,
τα οπλικά του συστήματα, την οικονομική του διαχείριση μέσω μεταπτυχιακών βασισμένα στην βελτίωση logistics των μηχανισμών άμυνας κλπ. Οι μόνοι χαμένοι της υπόθεσης είναι εκείνοι που εξαιρούνται, οι πληθυσμοί δηλαδή στο στόχαστρο που βομβαρδίζονται, περιθωριοποιούνται, στοιβάζονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, πνίγονται στη Μεσόγειο, πυροβολούνται στα σύνορα και εκείνοι που αρνούνται να συμμετάσχουν ως πιόνια στην σκακιέρα τους. Τα think tanks του κρατισμού, μέσω των ιστορικών αναλυτών, των κοινωνιολόγων, των κλάδων των πολιτικών επιστημών, της παιδαγωγικής, εμπεδώνουν στο κοινωνικό σύνολο το έθνος-κράτος ως τη μοναδική και αναγκαία
μορφή οργάνωσης των ανθρώπινων κοινωνιών. Η παραπάνω θεώρηση επικυρώνεται θεσμικά ως «σωστή» και αδιαμφισβήτητη από την αυθεντία που τους αποδίδεται λόγο υποτιθέμενου κύρους, αξιοπιστίας και ειδικότητας, ιδιότητες που επικυρώνει το ίδιο το σύστημα ελέγχου και πειθάρχησης κράτους και κεφαλαίου στα θεωρητικά εργαλεία αναπαραγωγής τους. Η προσπάθεια να επιβάλλεται ο κρατισμός, σκοπό έχει τον έλεγχο των όποιων αντιστάσεων σε κοινωνικό επίπεδο αλλά και την πρόληψη της ανατροπής και κατάργησης ενός από τα πιο ανθρωποκτόνα και καταστροφικά για την ελευθερία, αλλά και κερδοφόρα συστήματα που έχουν καταγραφεί στην ιστορία του ανθρώπινου
«πολιτισμού».
Απέναντι στα σχέδια ολοκληρωτικού ελέγχου, αλλά και εξόντωσης πληθυσμών, εμείς δεν είμαστε και δεν θα γίνουμε οι απολογητές/ριες του εγκλεισμού μεταναστών/ριών σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, δεν θα γίνουμε συνένοχοι/ες στην υποβάθμιση των όρων ζωής μας, δεν θα στρατευτούμε ποτέ στα
συμφέροντα κράτους και κεφαλαίου. Καθήκον μας είναι στο πλαίσιο των δυνάμεων και των δυνατοτήτων μας να αποδομούμε καθημερινά τη γλώσσα της κυριαρχίας και τις εθνοπατριωτικές της αφηγήσεις. Η δική μας γλώσσα είναι η γλώσσα της ταξικής αλληλεγγύης ενάντια σε πλαστούς διαχωρισμούς, στρατούς και σύνορα. Οι πατρίδες, τα όπλα τους, οι πόλεμοι και οι εθνικές τους υπερηφάνειες, δεν προάγουν τα συμφέροντα των καταπιεσμένων. Στο κυνήγι μιας καλύτερης ζωής να μην καταντήσουμε να φτιάχνουμε τα εργαλεία για τους δικούς τους πολέμους. Να μην συμμετέχουμε στην οργάνωση των στρατών τους, αλλά στην οργάνωση των δικών μας αγώνων. Για να χτίσουμε τα συλλογικά αναχώματα ενάντια στα εθνοπατριωτικά – πολεμικά τους σχέδια και να πάρουμε τις ζωές μας στα χέρια μας, οικοδομώντας την επαναστατική προοπτική για την κοινωνική απελευθέρωση.
Κανένα έθνος δεν μας ενώνει, κανένα σύνορο δεν μας χωρίζει, κανένα κράτος δεν είναι δικό μας.
Ανθός – Ελευθεριακό φοιτητικό σχήμα
«“Ο πατριωτισμός κύριε είναι το τελευταίο καταφύγιο των απατεώνων” (Σάμιουελ Τζάκσον). Ο Λέον Τολστόι, ο μεγαλύτερος αντιπατριώτης των καιρών μας, ορίζει των πατριωτισμό ως την αρχή με την οποία δικαιολογούμε την εκπαίδευση αδίστακτων δολοφόνων… Ο πατριωτισμός υποθέτει πως η σφαίρα μας είναι χωρισμένη σε μικρά σημεία, που το κάθε ένα από αυτά περικλείεται από ένα σιδηρούν παραπέτασμα. Αυτοί που είχαν την τύχη να έχουν γεννηθεί σε ένα συγκεκριμένο σημείο θεωρούν
τους εαυτούς τους ευγενέστερους, καλύτερους, μεγαλύτερους και πιο έξυπνους από εκείνους που κατοικούν σε οποιοδήποτε άλλο σημείο. Είναι, ως εκ τούτου, καθήκον οπουδήποτε ζει σε αυτό το συγκεκριμένο σημείο να πολεμά, να σκοτώνει και να πεθαίνει προσπαθώντας να επιβάλει την υπεροχή του πάνω σε όλους τους άλλους… Όταν το παιδί ενηλικιωθεί, έχει ήδη κορεστεί από την πεποίθηση πως είναι ο εκλεκτός του Θεού για την υπεράσπιση της χώρας του ενάντια στις επιθέσεις ή την εισβολή
οπιουδήποτε ξένου. Για αυτό το λόγο απαιτούμε μεγαλύτερο στρατό και ναυτικό, περισσότερα θωρηκτά και πυρομαχικά. Ο στρατός και το ναυτικό αντιπροσωπεύουν τα παιχνίδια του λαού.» (Έμμα Γκόλντμαν – Σαν Φρανσίσκο 1908 «Πατριωτισμός μια απειλή για την ελευθερία.» )
Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Φιλοσοφικής
https://steki-fls.espivblogs.net
Ανθός – Ελευθεριακό φοιτητικό σχήμα
https://anthoscollect.wordpress.com
πηγή: https://anthoscollect.wordpress.com/2019/04/15/eisigiseis-tis-ekdilosis/