ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ – ΜΑΞ ΣΤΙΡΝΕΡ

To κείμενο αυτό του Μαξ Στίρνερ δημοσιεύτηκε στις 14 Ιουνίου 1842 στη ριζοσπαστική γερμανική εφημερίδα Rheinische Zeitung, προτού ο Μαρξ γίνει εκδότης της. Απευθύνεται στον Μπάουερ και τη δημοσίευσή του κατά του Χέγκελ που ονομάζεται το δόγμα του Χέγκελ της θρησκείας και της τέχνης από τη σκοπιά της πίστης. Την ελληνική μετάφραση και τις υποσημειώσεις τις βρήκαμε στις σελίδες  “Αιχμή” και “Eagainst”.

Σε αυτή τη μετάφραση, όλα τα πλαγιαστά γράμματα και τα υπόλοιπα γραμματικά χαρακτηριστικά είναι του πρωτότυπου κειμένου.

Τώρα, μόλις ο άνθρωπος υποψιαστεί πως έχει άλλη πλευρά του εαυτού του (Jenseits) εντός του εαυτού του, και πως δεν είναι επαρκής στην απλή φυσική του κατάσταση, τότε οδηγείται στο να διαχωρίσει τον εαυτό του σε αυτό που πράγματι είναι, και σε αυτό που θα έπρεπε να γίνει. Ακριβώς όπως ο νέος είναι το μέλλον του αγοριού, και ο ώριμος άντρας το μέλλον του αθώου παιδιού, έτσι κι αυτή η άλλη πλευρά (Jenseitiger) είναι ο μελλοντικός άνθρωπος που πρέπει να προσδοκάται από την άλλη πλευρά αυτής της υπάρχουσας πραγματικότητας. Από την αυγή αυτής της αίσθησης, ο άνθρωπος πασχίζει και αδημονεί για το δεύτερο άλλο άνθρωπο του μέλλοντος, και δεν θα ξεκουραστεί ώσπου να δει τον εαυτό του με το σχήμα αυτού του ανθρώπου της άλλης πλευράς. Αυτό το σχήμα ταλαντεύεται πέρα δώθε μέσα του για πολύ καιρό· το νιώθει μονάχα σαν μια αχτίδα στο ενδότερο σκοτάδι του εαυτού του που θα αναδυόταν, αλλά μέχρι στιγμής δεν έχει ακόμα καθορισμένo περίγραμμα ή ορισμένη μορφή. Για πολύ καιρό, μαζί με άλλους τυφλούς και βωβούς σε αυτό το σκοτάδι, η καλλιτεχνική ιδιοφυία αναζητά να εκφράσει αυτό το προαίσθημα. Αυτό που κανείς άλλος δεν καταφέρνει να κάνει, το καταφέρνει, παρουσιάζοντας τη λαχτάρα, την επιθυμητή μορφή, και βρίσκοντας το σχήμα της δημιουργεί έτσι το — Ιδεώδες. Επειδή τι είναι τότε ο τέλειος άνθρωπος, ο καθώς πρέπει χαρακτήρας του, από τον οποίο ό,τι φαίνεται δεν είναι παρά η απλή εμφάνιση αν όχι του Ιδεώδους Άνθρωπου, του Ανθρώπινου Ιδεώδους; Ο καλλιτέχνης μόνον έχει ανακαλύψει επιτέλους τη σωστή λέξη, τη σωστή εικόνα, τη σωστή έκφραση αυτής της ύπαρξης που όλοι αναζητάμε. Παρουσιάζει αυτό το προαίσθημα — είναι το Ιδεώδες. «Ναι! αυτό είναι! αυτό είναι το τέλειο σχήμα, η εμφάνιση που λαχταρούσαμε, τα Καλά Νέα — χαράς ευαγγέλια. Εκείνον που στείλαμε προ πολλού με την ερώτηση της οποίας η απάντηση θα ικανοποιούσε τη δίψα του πνεύματός μας έχει επιστρέψει!’ Ας χαιρετίσουν λοιπόν οι άνθρωποι αυτό το δημιούργημα της ιδιοφυίας, και μετά ας υποκλιθούν — λατρευτικά.

Ναι, λατρεμένε! Οι μάζες των ανθρώπων προτιμούν να είναι διπλές παρά μόνες, δυσανασχετούν με τους εαυτούς τους όταν βρίσκονται στη φυσική τους απομόνωση. Αναζητούν έναν πνευματικό άνθρωπο για δεύτερο εαυτό τους. Αυτό το πλήθος είναι ικανοποιημένο με το έργο της ιδιοφυίας, και η ανομοιογένειά τους είναι πλήρης. Για πρώτη φορά ο άνθρωπος αναπνέει άνετα, επειδή η ενδότερη σύγχυσή του έχει λυθεί, και η ενοχλητική υποψία αποβλήθηκε σαν αισθητή μορφή. Αυτός ο Άλλος (Gegenüber) είναι αυτός ο ίδιος κι ακόμη όχι αυτός: είναι η άλλη του πλευρά προς την οποία όλες οι σκέψεις και τα αισθήματα κυλούν αλλά χωρίς να τη φτάνουν πραγματικά, επειδή είναι η άλλη του πλευρά, συμπυκνωμένη και αξεχώριστα συνδεδεμένη με την τωρινή του πραγματικότητα. Είναι ο εσωτερικός Θεός, αλλά είναι απλησίαστος· και αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να αρπάξει δεν μπορεί να κατανοήσει. Τα χέρια του απλώνονται, αλλά ο Άλλος δεν φτάνεται ποτέ· επειδή αν τον έφτανε πώς θα μπορούσε ο «Άλλος» να υπάρχει; Πού θα ήταν αυτή η ανομοιογένεια με όλους τους πόνους και τις απολαύσεις της; Πού θα ήταν — και μπορούμε να το πούμε στα ίσια, επειδή αυτή η ανομοιογένεια αποκαλείται με ένα άλλο όνομα — η θρησκεία;

Η τέχνη προκαλεί ανομοιογένεια, στο ότι θέτει το Ιδεώδες πέρα και έναντι του ανθρώπου. Αλλά αυτή η οπτική, που διήρκεσε τόσο πολύ, ονομάζεται θρησκεία, και θα διαρκέσει μονάχα ώσπου ένα απαιτητικό μάτι σύρει πάλι αυτό το Ιδεώδες μέσα του και το καταβροχθίσει. Ανάλογα, επειδή είναι μια άποψη, απαιτεί ένα άλλο, ένα Αντικείμενο. Συνεπώς, ο άνθρωπος σχετίζει τον εαυτό του θρησκευτικά με το Ιδεώδες που αποβλήθηκε από την καλλιτεχνική δημιουργία, με το δεύτερο, εξωτερικευμένα εκφρασμένο Εγώ όπως με ένα Αντικείμενο. Εδώ βρίσκονται όλα τα δεινά και οι αγώνες των αιώνων, επειδή είναι επίφοβο να βρίσκεται κανείς εκτός του εαυτού του, έχοντας τον εαυτό σου σαν ένα Αντικείμενο, χωρίς να είναι ικανός να ενωθεί με αυτό, και σαν ένα Αντικείμενο που τοποθετείται πέρα και έναντι του ανθρώπου ικανό να εκμηδενιστεί εκμηδενίζοντας έτσι και τον ίδιο.[1] Ο θρησκευόμενος κόσμος ζει με τις χαρές και τις λύπες που βιώνει από το Αντικείμενο, και ζει αποκομμένος από τον εαυτό του. Η πνευματική του ύπαρξη δεν έγκειται στη λογική, αλλά μάλλον στη διάνοια. Η θρησκεία είναι ένα πράμα της διανοίας (Verstandes-Sache)![2] Το Αντικείμενο είναι τόσο σκληρό που καμιά ευσεβής ψυχή δεν μπορεί να το κερδίσει ολοκληρωτικά, αλλά πρέπει μάλλον να κερδηθεί από αυτό, τόσο εύθραυστο είναι το πνεύμα της όταν αντιτίθεται στο Αντικείμενο της διάνοιας. «Ψυχρή διάνοια!» — δεν γνωρίζεις τι εστί «ψυχρή» διάνοια; — Δεν γνωρίζεις πως ουδέν είναι τόσο φλογερά θερμό, τόσο ηρωικά καθορισμένο όσο η διάνοια; «Censeo, Carthaginem esse delendam» παραδέχτηκε η διάνοια του Κάτωνα, και παρέμεινε έτσι εχέφρων.[4] Η γη κινείται γύρω από τον ήλιο έλεγε η διάνοια στον Γαλιλαίο ακόμη κι όταν ο αδύναμος γέρος γονυπετής ορκιζόταν την αλήθεια — και καθώς σηκώθηκε ξανά είπε «και όμως κινείται γύρω από τον ήλιο». Καμιά δύναμη δεν είναι τόσο σημαντική ώστε να μας κάνει να απορρίψουμε το συλλογισμό, ότι δύο φορές το δύο κάνει τέσσερα, κι έτσι η αιώνια φράση της διανοίας παραμένει αυτή «Εδώ στέκομαι, δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο!»[5] Η βάση μιας τέτοιας διάνοιας είναι ακλόνητη, επειδή το αντικείμενο (δύο φορές το δύο κάνει τέσσερα, κτλ.) δεν επιτρέπει στον εαυτό του να κλονιστεί. Έχει μήπως η θρησκεία τέτοια διάνοια; Ασφαλώς, καθώς έχει επίσης ένα ακλόνητο Αντικείμενο πίσω από το οποίο είναι οχυρωμένη: ο καλλιτέχνης το έχει δημιουργήσει για σας και μόνο ο καλλιτέχνης μπορεί να το επανακτήσει για σας.

Η θρησκεία δεν έχει ιδιοφυίες. Δεν υπάρχει θρησκευτική ιδιοφυία, και κανείς δεν θα επιτρεπόταν να κάνει διάκριση μεταξύ ταλαντούχων και μη-ταλαντούχων στη θρησκεία. Διότι στη θρησκεία, όλοι έχει την ίδια ικανότητα, αρκετή για την κατανόηση τόσο της τριάδας όσο και της Πυθαγόρειας θεωρίας. Φυσικά, δεν πρέπει κανείς να συγχέει τη θρησκεία με τη θεολογία, όπου δεν έχουν εδώ όλοι την ίδια ικανότητα, όπως γίνεται και με τα ανώτερα μαθηματικά και την αστρονομία, διότι αυτά τα πράγματα απαιτούν ένα συγκεκριμένο επίπεδο — υπολογισμού.

Μόνο ο ιδρυτής μιας θρησκείας είναι εμπνευσμένος, αλλά είναι και ο δημιουργός Ιδεωδών, μέσω της δημιουργίας των οποίων κάθε άλλη ιδιοφυία θα ήταν αδύνατη. Όπου το πνεύμα περιορίζεται από ένα Αντικείμενο, η κίνησή του θα είναι στο εξής πλήρως καθορισμένη από σεβασμό απέναντι σε αυτό το Αντικείμενο. Αν μια ορισμένη αμφισβήτηση πάνω στην ύπαρξη του Θεού, πάνω σε αυτό το υπερβατικό αντικείμενο αναδυόταν στο θρησκευόμενο άτομο, αυτό το άτομο θα έπαυε να είναι θρησκευόμενο, περίπου όπως κάποιος που πιστεύει στα φαντάσματα παύει πλέον να λέει ότι πιστεύει όταν αμφισβητήσει οριστικά την ύπαρξή τους. Το θρησκευόμενο άτομο ενδιαφέρεται μονάχα για τις «Αποδείξεις της Ύπαρξης του Θεού» διότι αυτό, καθώς περιορίστηκε γρήγορα στον κύκλο της πίστης, κράτησε ενδόμυχα την ελεύθερη κίνηση της διάνοιας και του υπολογισμού. Εδώ, εννοώ, το πνεύμα είναι εξαρτημένο από ένα αντικείμενο, ψάχνει να το εξηγήσει, να το εξερευνήσει, να το νιώσει, να το αγαπήσει κ.ο.κ … επειδή δεν είναι ελεύθερο, και από τη στιγμή που η ελευθερία είναι η κατάσταση της ιδιοφυίας, γι’ αυτό το λόγο το θρησκευόμενο πνεύμα δεν είναι εμπνευσμένο. Η εμπνευσμένη ευσέβεια είναι τόσο μεγάλη ανοησία όσο λαμπρό είναι ένα λινό ύφασμα. Η θρησκεία είναι πάντα προσβάσιμη στους ανίκανους, και κάθε μη-δημιουργικός βλάκας μπορεί και θα έχει πάντοτε μια θρησκεία, επειδή η απουσία δημιουργικότητας δεν παρακωλύει την εξαρτημένη του ζωή.

«Αλλά δεν είναι η αγάπη η αρμόζουσα ουσία της θρησκείας, και δεν είναι αυτό εξ ολοκλήρου ζήτημα αισθήματος και όχι διανοίας;»[6] Αλλά αν είναι ζήτημα καρδιάς, είναι μήπως λιγότερο ζήτημα διανοίας; Αν καταλαμβάνει ολάκερη την καρδιά μου, τότε είναι υπόθεση της καρδιάς μου — αλλά αυτό δεν αποκλείει και τη συμμετοχή ολάκερης της διανοίας μου, κι αυτό από μόνο του δεν είναι κάτι απαραίτητα καλό, από τη στιγμή που το μίσος και ο φθόνος μπορεί επίσης να είναι υπόθεση της καρδιάς. Η αγάπη είναι, στην ουσία, μονάχα ένα πράμα της διανοίας (Verstandes-Sache), διαφορετικά, μπορεί να διατηρήσει αψεγάδιαστο τον τίτλο της ως πράμα της καρδιάς. H αγάπη, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι υπόθεση λογικής (Sache der Vernunft), διότι στο Βασίλειο της Λογικής υπάρχει πολύ λιγότερη αγάπη από αυτήν που θα γιορταστεί, σύμφωνα με τον Χριστό, στη Βασιλεία των Ουρανών. Φυσικά επιτρέπεται να μιλάμε για μια αγάπη που «πάει πέρα από τη διάνοια», αλλά είναι τόσο πέρα από τη διάνοια ώστε είναι ανάξια — σαν κι αυτό που τόσο συχνά αποκαλείται αγάπη από εκείνους που θέλγονται από ένα ελκυστικό πρόσωπο — ή μπορεί να εμφανιστεί στο μέλλον, μια αγάπη που επί του παρόντος βρίσκεται πέρα από την έκφραση της διανοίας, αλλά εν τούτοις δεν έχει βρει την έκφρασή της. Η παιδική αγάπη, ασυνείδητα, γίνεται κατανοητή μονάχα αφ‘ εαυτής, και μεμονωμένα δεν είναι τίποτε χωρίς τις δοσμένες υποθέσεις της συνείδησης, πηγαίνοντας τόσο πέρα όσο και η ωρίμανση και η αύξηση της διανοίας του παιδιού. Όσο το παιδί δεν δίνει σημάδια διάνοιας, δεν δείχνει — όπως ο καθένας μπορεί να μάθει από την εμπειρία — αγάπη. Η αγάπη του ξεκινά με το φόβο — ή, αν θέλετε, με το σεβασμό — εκείνου του Πράγματος που θα ξεχωρίσει πρώτα από το γενικό χάος που τα περιέχει όλα, συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπων, και στο οποίο τότε θα προσηλωθεί περισσότερο από ότι σε κάποιο άλλο. Το παιδί αγαπά επειδή έλκεται από μια παρουσία, ή πράμα, και έτσι ένα πρόσωπο, εντός των ορίων της εξουσίας του ή στο μαγικό κύκλο του. Κατανοεί ξεκάθαρα ότι το ον που είναι η μητέρα του είναι ξεχωριστό από τα άλλα όντα ακόμη κι αν δεν ξέρει πως να εκφράσει αυτήν την κατανόηση. Κανένα παιδί δεν αγαπά πριν από οποιαδήποτε διάνοια· και η πιο αφοσιωμένη του αγάπη δεν είναι τίποτε παρά αυτή η ενδότατη διάνοια. Όποιος έχει παρατηρήσει προσεκτικά την αγάπη ενός παιδιού θα το επιβεβαιώσει αυτό. Αλλά όχι μόνο ανέρχεται και βυθίζεται η αγάπη ενός παιδιού κατά την αντίληψη του «Αντικειμένου (Gegenstandes)» της (όπως τόσο συχνά ο αγαπημένος αξιοσημείωτα, αλλά και χονδροειδώς, αποκαλείται) αλλά μάλλον και κάθε αγάπη. Αν γίνει μια παρανόηση, τότε και η αγάπη διαρκεί πάνω-κάτω όσο διαρκέσει αυτή η παρανόηση, και χρησιμοποιεί έτσι κανείς τη λέξη «παρανόηση» για να προσδιορίσει επακριβώς τη διχόνοια που διαταράσσει την αγάπη. Η αγάπη φεύγει και χάνεται ανεπανόρθωτα όποτε ο ένας παραννοείται εξ’ ολοκλήρου από τον άλλον: η παρανόηση είναι τότε πλήρης, και η αγάπη εξαφανισμένη.

gege

Ο τόπος γέννησης του Μαξ Στίρνερ στο Μπαϊρόιτ

Το αγαπημένο πράμα είναι ένα απαραίτητο Αντικείμενο, ένας «Άλλος (Gegenstand)». Έτσι γίνεται με τη διάνοια, αυτή τη μοναδική και μόνη κατάλληλη πνευματική πράξη της θρησκείας, διότι η διάνοια είναι μόνο σκέψη πάνω και όσον αφορά ένα αντικείμενο, μόνο συλλογισμός και αφοσίωση, κι όχι ελεύθερη, ακηδεμόνευτη (objectlose) «λογική» σκέψη, την οποία η θρησκεία μάλλον θα θεωρούσε και έτσι θα καταδίκαζε ως «φιλοσοφική χίμαιρα». Από τη στιγμή που ένα αντικείμενο είναι απαραίτητο για τη διάνοια, θα σταματάει πάντοτε τη δραστηριότητά της όποτε βρίσκει περισσότερα να γνωρίσει. Η ενασχόλησή της με μια περίπτωση λήγει μαζί με τη δραστηριότητά της πάνω στην περίπτωση, και γι’ αυτό για να αφιερώσει εθελούσια τον εαυτό της και τις δυνάμεις της σε οτιδήποτε, αυτό το πράμα θα πρέπει να αποτελεί ένα μυστήριο γι’ αυτήν. Αυτό ισχύει εξίσου για αυτόν που αγαπά όσο και για τον αγαπώμενο. Ο γάμος εξασφαλίζει μια σταθερή αγάπη μόνον όταν το ζευγάρι ανακαλύπτει τον εαυτό του εκ νέου κάθε μέρα, και όταν ανακαλύπτει ο ένας στον άλλο μια αστείρευτη πηγή ζωής, που είναι, ένα μυστήριο, ανεξερεύνητο και ακατανόητο. Αν δεν βρίσκουν τίποτα καινούργιο ο ένας στον άλλο, η αγάπη χάνεται αμετάκλητα σε ανία και αδιαφορία. Η δραστηριότητα της διανοίας, όταν αδυνατεί να εξασκηθεί πάνω σε ένα μυστήριο επειδή το σκοτάδι του έχει διαλυθεί, αποστρέφεται από το πλήρες κατανοητό και άνοστο τώρα άλλο. Εκείνος που επιθυμεί να αγαπιέται πρέπει να φροντίζει, όπως η έξυπνη γυναίκα, να μην προσφέρει όλη του τη γοητεία μονομιάς. Με κάτι καινούργιο κάθε πρωί η αγάπη μπορεί να διαρκέσει αιώνες! Η διάνοια ασχολείται με αληθινά μυστήρια τα οποία εξελίσσει σε υποθέσεις της καρδιάς: το αληθινό άτομο εμπλέκεται με ζητήματα διανοίας, και έτσι αυτά μετασχηματίζονται σε υποθέσεις της καρδιάς.

Τώρα όπως η τέχνη έχει δημιουργήσει το Ιδεώδες για τον άνθρωπο, και με αυτό δίνει στη διάνοια του ανθρώπου ένα αντικείμενο να αντιπαλεύει, μια πάλη που, στην πορεία του χρόνου, δίνει αξία σε εκείνα τα αδειανά αντικείμενα της διανοίας, έτσι και η τέχνη είναι ο δημιουργός της θρησκείας, και σε ένα φιλοσοφικό σύστημα — όπως αυτό του Χέγκελ — δεν θα έπρεπε να τοποθετείται κατόπιν της θρησκείας. Όχι μόνον οι ποιητές Όμηρος και Ησίοδος «έπλασαν τους θεούς των Ελλήνων», αλλά και άλλοι, ως καλλιτέχνες, έχουν εγκαθιδρύσει θρησκείες, παρόλο που θα διστάσει κανείς να απευθύνει το επιπόλαιο όνομα «Καλλιτέχνης» σε αυτούς. Η τέχνη είναι η αρχή, το Άλφα της θρησκείας, αλλά είναι επίσης και το τέλος της, το Ωμέγα. Ακόμη περισσότερο — είναι η συντροφιά της. Χωρίς την τέχνη και τον ιδεαλιστικά δημιουργικό καλλιτέχνη η θρησκεία δεν θα υπήρχε, αλλά όταν ο καλλιτέχνης επανοικειοποιείται την τέχνη του, έτσι και η θρησκεία εξαφανίζεται. Όμως, σε αυτήν την επιστροφή διατηρείται επίσης, επειδή αναζωογονείται. Όποτε η τέχνη προχωρεί ολοταχώς, δημιουργεί μια θρησκεία και στέκεται στην πηγή της. Από την άλλη μεριά, η φιλοσοφία δεν είναι ποτέ δημιουργός κάποιας θρησκείας, επειδή ποτέ δεν παράγει ένα σχήμα που να μπορεί να προσφερθεί σαν ένα Αντικείμενο στη διάνοια, και οι ανεπαίσθητες ιδέες της δεν προσφέρονται για αξιοσέβαστα αντικείμενα μαζικής λατρείας. Η τέχνη, σε αντίθεση από τη φιλοσοφία, είναι αναγκασμένη να ανασύρει από την απομόνωσή της εντός του κρυμμένου σκοταδιού του υποκειμένου την αρμόζουσα και καλύτερη μορφή του πνεύματος, την πιο πλήρως εξιδανικευμένη έκφραση του ίδιου του πνεύματος, και να την αναπτύξει και να την αποδεσμεύσει ως ένα Αντικείμενο. Έτσι, «ο άνθρωπος στέκεται απέναντι σε αυτό το Αντικείμενο, αυτήν τη δημιουργία του πνεύματός του, στο Θεό, και ακόμη και ο καλλιτέχνης πέφτει στα γόνατα ενώπιόν του. Σε αυτήν τη δέσμευση και εμπλοκή με το Αντικείμενο, η θρησκεία ακολουθεί μια αντίθετη πορεία από την τέχνη. Στην τέχνη, ο κόσμος του καλλιτέχνη παρουσιάζεται ενώπιον κάποιου σαν ένα Αντικείμενο, ένας κόσμος που ο καλλιτέχνης ανέσυρε και συγκέντρωσε με τη μέγιστη δύναμη και πλούτο της δικιάς του εσωτερικότητας, ένας κόσμος που θα ικανοποιήσει κάθε αληθινή ανάγκη και λαχτάρα. Από την πλευρά της, η θρησκεία αγωνιά να επανακτήσει αυτόν τον κόσμο ακόμη μια φορά για την εσωτερικότητα του ανθρώπου, να τον τραβήξει πίσω στην πηγή του, να τον ξανακάνει υποκειμενικό. Η θρησκεία πασχίζει να συμφιλιώσει το Ιδεώδες, ή το Θεό, με τον άνθρωπο, το υποκείμενο, και να απογυμνώσει το Θεό από τη σκληρή του Αντικειμενικότητα. Ο Θεός προορίζεται για εσωτερίκευση – «Όχι εγώ, αλλά ο Χριστός ζει μέσα μου». Ο άνθρωπος, χωρισμένος από το Ιδεώδες, αγωνίζεται να κερδίσει το Θεό και τη Θεία Χάρη του, και τελικά να μεταμορφώσει το Θεό μέσα στην ίδια του την ύπαρξη (Gott ganz zu seinem Ich zu machen), και ο Θεός, διαχωρισμένος από τον άνθρωπο, θα τον κέρδιζε μονάχα για τη Βασιλεία των Ουρανών. Και οι δύο πλευρές αναζητούν και έτσι συμπληρώνουν η μια την άλλη. Όμως, δεν θα συναντηθούν ποτέ, και ποτέ δεν θα ενωθούν, επειδή αν αυτό ποτέ γινόταν τότε η ίδια η θρησκεία θα εξαφανιζόταν, επειδή η θρησκεία υπάρχει μόνον με αυτό το διαχωρισμό. Επομένως, ο πιστός δεν ελπίζει σε τίποτε περισσότερο από ένα μελλοντικό «τετ-α-τετ».

Αλλά ακόμη, η τέχνη επίσης συντροφεύει τη θρησκεία, επειδή η εσωτερικότητα του ανθρώπου επεκτείνεται από τον αγώνα του με το Αντικείμενο, και στην ιδιοφυία του καλλιτέχνη ξεπετάγεται ξανά υπό μια νέα έκφραση, και το Αντικείμενο γίνεται ακόμη περισσότερο βελτιωμένο και ξεκάθαρο. Ευτυχώς, σπάνια μια γενιά πέρασε χωρίς τέτοιο διαφωτισμό από την τέχνη. Όμως, τελικά, η τέχνη θα παρασταθεί στον ενταφιασμό της θρησκείας. Γαλήνια και σίγουρη, η τέχνη θα διεκδικήσει τον εαυτό της γι’ ακόμη μια φορά, και έτσι θα κλέψει το Αντικείμενο από την αντικειμενικότητά του, την «άλλη-πλευρά» του, και θα το απελευθερώσει από τη μακροχρόνια θρησκευτική του φυλάκιση. Εδώ, η τέχνη δεν θα εμπλουτίσει πια το Αντικείμενο της, αλλά θα το καταστρέψει ολοκληρωτικά. Αξιοποιώντας το πλάσμα του, η τέχνη ξαναβρίσκει τον εαυτό της και ανανεώνει επίσης τις δημιουργικές της δυνάμεις. Εμφανίζεται, κατά την παρακμή της θρησκείας, σαν κάτι τιποτένιο με όλη τη σοβαρότητα της παλιάς πίστης, μια σοβαρότητα περιεχομένου που η θρησκεία πια έχει χάσει, και που πρέπει να επιστρέψει στο χαρούμενο ποιητή. Ως εκ τούτου, η θρησκεία παρουσιάζεται σαν μια γελοία κωμωδία. [7] Τώρα, όμως, όσο τρομακτική και αν είναι αυτή η κωμική καταστροφή, θα επαναφέρει μολαταύτα στην πραγματικότητα αυτό που δεν σκέφτεται παρά να καταστρέψει. Κι έτσι, δεν επιλέγουμε να καταδικάσουμε τη φρίκη της!

Η τέχνη δημιουργεί ένα νέο Ιδεώδες, ένα νέο Αντικείμενο και μια νέα θρησκεία. Ποτέ δεν πάει πέρα από την κατασκευή μιας θρησκείας. Το πορτραίτο του Χριστού του Ραφαήλ τον εκθέτει σε τέτοιο φως ώστε θα μπορούσε να είναι η βάση μιας νέας θρησκείας — μιας θρησκείας του βιβλικού Χριστού αποκομμένου από όλες τις ανθρώπινες υποθέσεις. Από αυτή την πρώτη στιγμή όταν η ακούραστη διάνοια ξεκινάει το μακρύ δρόμο του στοχασμού της πάνω σε ένα νέο Αντικείμενο, βαθαίνει σταθερά στις σκέψεις της μέχρι να ξαναγυρίσει τελικά στον εαυτό της σε πλήρη εσωτερικότητα. Με αφιερωμένη αγάπη, βυθίζεται στον εαυτό της και παραβρίσκεται στις δικές της αποκαλύψεις και εμπνεύσεις. Αλλά ακόμη αυτή η θρησκευτική διάνοια είναι τόσο φλογερά ερωτευμένη με το δικό της Αντικείμενο που πρέπει να έχει ένα φλογερό μίσος απέναντι σε όλα τα άλλα — το θρησκευτικό μίσος είναι αδιαχώριστο από τη θρησκευτική αγάπη. Εκείνος που δεν πιστεύει στο Αντικείμενο, είναι αιρετικός, και εκείνος που δεν είναι πραγματικά θεοσεβής, ανέχεται την αίρεση. Ποιός θα αρνηθεί ότι ο Φίλιππος Β’ της Ισπανίας[8] είναι απείρως πιο θεοσεβής από τον Ιωσήφ Β’ της Γερμανίας[9], και ότι ο Χένγκστενμπεργκ[10] είναι αληθινά θεοσεβής, ενώ ο Χέγκελ[11] όχι και τόσο; Στην εποχή μας, το μέγεθος του μίσους έχει μειωθεί στο βαθμό που η αγάπη στο Θεό έχει αποδυναμωθεί. Μια ανθρώπινη αγάπη έχει διεισδύσει, που δεν προέρχεται από τη θεϊκή ευλάβεια αλλά μάλλον από την κοινωνική ηθικότητα. Είναι πιο «ενθουσιώδης» για το καλό του ανθρώπου παρά για το καλό του Θεού. Πραγματικά, ο ανεκτικός Φρειδερίκος ο Μέγας[12] δεν μπορεί να χρησιμεύσει σαν υπόδειγμα θεϊκότητας, αλλά μπορεί όντως να χρησιμεύσει σαν υπόδειγμα για την ανδροπρέπεια, για την ανθρωπότητα. Οποιοσδήποτε υπηρετεί ένα Θεό πρέπει να τον υπηρετεί ολοκληρωτικά. Είναι, για παράδειγμα, ένα διεστραμμένο και παράλογο αίτημα του Χριστιανού να μη θέτει δεσμά πάνω στους Εβραίους — επειδή ακόμη και ο Χριστός, με την αγνότερη καρδιά, δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι άλλο, επειδή αλλιώτικα θα ήταν αδιάφορος για τη θρησκεία του, ή θα ενεργούσε απερίσκεπτα. Αν ο Χριστιανός μπορούσε να κατανοήσει τις προσταγές της θρησκείας του, θα απέκλειε τους Εβραίους από τα Χριστιανικά δικαιώματα, ή, πράγμα που είναι το ίδιο, από τα δικαιώματα ενός Χριστιανού — και, πάνω από όλα, από τα πράγματα του Κράτους. Έτσι είναι επομένως, επειδή η θρησκεία δεν είναι για τον οποιονδήποτε τίποτε άλλο παρά ένα απλό χλιαρό κρεμαστάρι — σε μια σχέση ανομοιογένειας.

Κι έτσι, αυτή είναι η θέση της τέχνης απέναντι στη θρησκεία. Η τέχνη δημιουργεί το Ιδεώδες και ανήκει στην αφετηρία της θρησκείας· η θρησκεία έχει στο Ιδεώδες ένα μυστήριο, και, εμμένοντας στο Αντικείμενο και κάνοντάς το να εξαρτάται από τον εαυτό του θα το ένωνε μαζί του σε μια εσωτερική θεϊκότητα. Αλλά όταν το μυστήριο ξεδιαλύνεται, και η ξενότητα και η παραδοξότητα αφαιρούνται, και η εγκαθιδρυμένη θρησκεία είναι κατεστραμμένη, τότε η κωμωδία αναλαμβάνει το καθήκον της. Η κωμωδία, επιδεικνύοντας ανοιχτά την κενότητα, ή καλύτερα, το ξεφούσκωμα του Αντικειμένου, απελευθερώνει τους ανθρώπους από την παλιά πίστη, κι έτσι από την εξάρτησή τους από αυτό το εξαντλημένο ον. Η κωμωδία, όπως αρμόζει στην ουσία της, διερευνά κάθε ιερό έδαφος, ακόμη και τον Ιερό Γάμο, επειδή αυτός από μόνος του δεν είναι πλέον — στον πραγματικό γάμο — Ιερός. Είναι μάλλον ένας κενός τύπος, στον οποίο ο άνθρωπος δεν θα έπρεπε πια να κρατάει.[13] Αλλά ακόμη και η κωμωδία, όπως όλες οι τέχνες, προηγείται της θρησκείας, επειδή κάνει χώρο μόνο για τη νέα θρησκεία, σε αυτήν που θα σχηματίσουμε ξανά.

Η τέχνη φτιάχνει το Αντικείμενο, και η θρησκεία ζει μόνον στoυς πολλούς τις δεσμούς με αυτό το Αντικείμενο, αλλά η φιλοσοφία πολύ ξεκάθαρα τοποθετείται πέρα και από τα δύο. Δεν εμπλέκεται με ένα Αντικείμενο, όπως η θρησκεία, ούτε φτιάχνει ένα, όπως η τέχνη, αλλά μάλλον βάζει το συντριπτικό της χέρι πάνω σε όλες τις δουλειές δημιουργίας Αντικειμένων καθώς και σε όλη την ίδια την αντικειμενικότητα, κι έτσι αναπνέει τον αέρα της ελευθερίας. Η λογική, το πνεύμα της φιλοσοφίας, ασχολείται μόνον με τον εαυτό της, και δεν προβληματίζεται πάνω σε κανένα Αντικείμενο. Ο Θεός, για το φιλόσοφο, είναι τόσο ουδέτερος όσο μια πέτρα — ο φιλόσοφος είναι ένας φανατικά άθεος. Αν ασχολείται με το Θεό, δεν υπάρχει ευλάβεια εδώ, μονάχα απόρριψη, επειδή αναζητά εκείνη μόνον τη λογική που έχει καμουφλαριστεί σε κάθε μορφή, και αυτό μονάχα υπό το φως της λογικής. Η λογική αναζητά μόνον τον εαυτό της, προβληματίζεται μόνον γύρω από τον εαυτό της, αγαπά μόνον τον εαυτό της — ή μάλλον, καθώς δεν είναι ακόμη ένα Αντικείμενο για τον εαυτό της — δεν αγαπά τον εαυτό της αλλά απλά είναι με τον εαυτό της. Κι έτσι, με το σωστό ένστικτο, ο Νέαντερ[14] έχει διακηρύξει την καταστροφή «του Θεού των φιλοσόφων».

Αλλά μιας και βρίσκεται πέραν του θέματός μας, ας μην ασχοληθούμε άλλο με τη φιλοσοφία ως τέτοια.

Υποσημειώσεις

1. Μια ξεκάθαρα παρόμοια ιδέα βρίσκεται στο βιβλίο του Μπρούνο Μπάουερ The Trumpet of the Last Judgement over Hegel the Atheist and Anti-Christ. Ο Στίρνερ είχε επιμεληθεί αυτό το κείμενο για την Telegraph für Deutschland του Gutzkow τον Ιανουάριο του 1842.

3. Η χρήση από τον Στίρνερ τόσο της διάνοιας [Verstand] όσο και της λογικής [Vernunft] γίνεται όπως δίνονται από τον Χέγκελ.

4. Ολόκληρη, «Ideoloque, Censeo ego Carthaginem esse delendam [Γι’ αυτό, εγώ ψηφίζω η Καρχηδόνα να καταστραφεί]». Ο Κάτων συνήθως συμπεριέλαβε σε κάθε προσφώνησή του στη Ρωμαϊκή σύγκλητο αυτή τη σκληρή δήλωση. Η επανάληψη αυτής της ανένδοτης καταδίκης ήταν πολύ εξερεθιστική στην πλειοψηφία της Συγκλήτου.

5. Δήλωση του Λούθηρου μπροστά στη Δίαιτα της Βορμς στα 1521. Ο Στίρνερ την επαναλαμβάνει στο Ο Μοναδικός και η Ιδιοκτησία του (Θύραθεν, Αθήνα 2005, σ.81), και τη χαρακτηρίζει σαν «το θεμελιώδες αξίωμα όλων των κατεχόμενων».

6. Μια ξεκάθαρη αναφορά στην αισθηματική θρησκοληψία της εξάρτησης του Χέγκελ κατά του Φρίντριχ Σλάιερμαχερ (1768-1834). Ο Στίρνερ είχε παρακολουθήσει σειρά διαλέξεών του στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου την Άνοιξη του 1827.

7. Η ίδια μεταχείριση της Κωμωδίας που αποκαλύπτει «τις απαιτητικές αξιώσεις της παγκόσμιας αφηρημένης φύσης», στη Φαινομενολογία του Πνεύματος.

8. Βασιλιάς της Ισπανίας (1556-1598) και της Πορτογαλίας (1580-1598) και ένθερμος υποστηρικτής της ρωμαϊκής καθολικής αντιμεταρρύθμισης.

9. Ιωσήφ Β΄ των Αψβούργων (1741-1790) γιος της Μαρίας Θηρεσίας.

10. Έρνστ Β. Χένγκστενμπεργκ (1802-72), αποφασιστικός και σημαίνων Λουθηρανός πιετιστής κριτικός του Χέγκελ και των Νεο-Χεγκελιανών.

11. Το βιβλίο Posaune des jüngsten Gerichts του Μπάουερ είχε απογοητεύσει τόσο τους Βερολινέζους πιετιστές όσο και τους Νεο-Χεγκελιανούς για τους οποίους ο Χέγκελ ήταν ένας κρυφός αθεϊστής.

12. Φρειδερίκος ο Μέγας (1712-1786), στρατηγός και βασιλιάς της Πρωσίας, γιος του Φρειδερίκου Γουλιέλμου Α’ και εγγονός του Φρειδερίκου Α’, εραστής της γαλλικής κουλτούρας και φιλοσοφίας.

13. Αυτό γράφτηκε ενάμιση χρόνο πριν το σκόπιμα ασεβή και κάπως κωμικό δεύτερο γάμο του. Βλ. Henry Mackay’s Max Stirner: sein Leben und sein Werk (Βερολίνο, 1910), σ. 124ff.

14. Καθηγητής Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Ονομαστός Εκκλησιαστικός Ιστορικός. Ο Στίρνερ είχε παρακολουθήσει διαλέξεις του.

Μετάφραση: Αιχμή 

πηγή: https://aixmi.wordpress.com/2018/06/19/τέχνη-και-θρησκεία/

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *