Από τη γέννηση του αναρχικού κινήματος μέχρι και σήμερα, υπήρξαν πολλές οι φορές που δημιουργήθηκε, εντός του χώρου, μια διαφωνία σχετικά με τη δομή οργάνωσης των αναρχικών, την αποτελεσματικότητα της οργάνωσης, την άτυπη ή οργανωμένη μορφή της, τον αφορμαλισμό, την ατομικότητα, την ομοσπονδία. Παρακάτω επισυνάπτουμε δυο θέσεις, μια υπέρ της Οργάνωσης/Ομοσπονδίας και μια υπέρ του Αφορμαλισμού και των Ομάδων Συγγένειας. Χωρίς να παραβλέπουμε ότι στα άρθρα αυτά εμπεριέχεται μια γενίκευση (ειδικά στο πρώτο άρθρο) και στερεότυπα, οι δύο αυτές θέσεις και οπτικές είναι τροφή για σκέψη και καλοπροαίρετη συζήτηση και σε καμία περίπτωση δεν παρουσιάζουμε την αντιπαράθεση δυο σημαντικών ζητημάτων για να δημιουργήσουμε άλλη μια πόλωση εντός του αναρχικού χώρου.
1. Eνάντια στην παρέα. Οργάνωση, η διαδικασία της υπεραυτονόμησης και οι δομικές αδυναμίες μιας αναρχικής συλλογικότητας
του Αντώνη Δρακωνάκη
«Από την μέχρι τώρα εμπειρία μας πιστεύουμε ότι η έλλειψη κοινωνικών προσβάσεων είναι αυτή που μας κάνει ακίνδυνους για την κρατική εξουσία. Γιατί την κοινωνική επανάσταση δεν θα την κάνουμε εμείς και η παρέα μας, αλλά το σύνολο των εκμεταλλευόμενων, κάνοντας το αναρχικό όνειρο πραγματικότητα. Αυτό σημαίνει ότι όποιος δεν βλέπει την αναγκαιότητα υποδομής και οργάνωσης του χώρου -με παράλληλα επιλεγμένα χτυπήματα ενάντια στο κράτος- ασυνείδητα και με μια δογματική και κοντόφθαλμη πρακτική,
δημιουργεί εμπόδια για την ανάπτυξη του αναρχικού κινήματος στην Ελλάδα και μετατρέπει σε καθημερινό εφιάλτη το αναρχικό όνειρο».[1] Είναι αλήθεια ότι, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, και λόγω των μικρών ηλικιών που επικρατούν στο ελληνικό αναρχικό κίνημα, η διαδικασία με την οποία σχηματίζεται και λειτουργεί μια α/α συλλογικότητα, λαμβάνει χώρα με όρους παρέας. Αυτό, σε πρώτο χρόνο, δεν κρίνεται de facto ως αρνητικό· κανείς δεν μπορεί, για παράδειγμα, να θεωρήσει δυστύχημα τη δημιουργία μιας συλλογικότητας από μια ήδη υπάρχουσα παρέα φίλων που την ίδια στιγμή πολιτικοποιήθηκε σε μια πόλη της επαρχίας ή σε μια γειτονιά της Αθήνας. Δομικά, λοιπόν, η δημιουργία μιας πολιτικής συλλογικότητας βασισμένης, αρχικά, σε σχέσεις εμπιστοσύνης και φιλίας, δεν κρίνεται αρνητικά. Το πρόβλημα εντοπίζεται σε μεταγενέστερο στάδιο, στην εξέλιξη και διαμόρφωση της ομάδας μέσα στο χρόνο.
Αφού συσταθεί η εκάστοτε συλλογικότητα, αρχίζει η διαδικασία κατασκευής ενός κοινού τόπου μεταξύ των μελών. Τα μέλη της διαμορφώνονται συλλογικά, αναπτύσσουν τον κοινό πολιτικό τους λόγο και οικοδομούν μια συλλογική καθημερινότητα, που τις περισσότερες φορές μετατρέπεται στη «δική τους» πραγματικότητα. Σε αυτό το τελευταίο σημείο βρίσκεται, κατά τη γνώμη μας, η πηγή του κακού.
Ελέω μηδενικού άνωθεν ελέγχου (εννοούμε προφανώς τον συλλογικό έλεγχο στο πλαίσιο μιας ευρύτερης
Οργάνωσης ή μιας Ομοσπονδίας), η ομάδα δημιουργεί μια «ολόδική» της αντίληψη για το κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι που, λόγω της μη δέσμευσής της από οποιαδήποτε άλλη συλλογικότητα, γίνεται χρόνο με τον χρόνο και δράση με τη δράση όλο και πιο πραγματική, καθώς παίρνει σάρκα και οστά ως συλλογικά βιωμένη εμπειρία (διαδικασία υπεραυτονόμησης της συνέλευσης). Η αντίληψη αυτή εμφανίζεται ως συνισταμένη διαφόρων παραγόντων όπως τα κοινά διαβάσματα, η κοινή καθημερινότητα, οι κοινές κινηματικές εμπειρίες και, τέλος, η επιρροή των εξεχουσών προσωπικοτήτων κάθε συνέλευσης, που για διάφορους λόγους προμηθεύουν την ομάδα και τα μέλη της με την ορολογία, τις θεωρητικές πηγές και την κεντρική δομή της σκέψης της.
Οι «αόρατοι καπεταναίοι»[2] ή «αγωνιστές με επιρροή»[3], σύμφωνα με τον επιεικέστερο όρο, είναι, κατά τη
γνώμη μας, ένα φυσικό και αναπόφευκτο φαινόμενο, σύμφυτο με τις αρχές της συλλογικής οργάνωσης και της ανθρώπινης εξέλιξης (ηλικία, εμπειρία, οξυδέρκεια, υπόβαθρο), πολύ κοντά στη φουκωική μικροφυσική της εξουσίας. Αυτό που το καθιστά πρόβλημα, δεν είναι αυτό καθαυτό το φαινόμενο, αλλά το αφορμαλιστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσεται, καθώς και η δυναμική που αποκτά.
Η άτυπη ιεραρχία δεν αντιμετωπίζεται με γκρίνια αλλά με έλεγχο· συλλογικό, δημοκρατικό και πολιτικό, που θα πηγάζει όχι από τη βούληση κάποιων αλλά από την ίδια τη δομή. Η πολιτική επιβούλευση κάποιων συνελεύσεων από συγκεκριμένα πρόσωπα δεν είναι αποκλειστικό πρόβλημα των προσώπων αυτών αλλά κυρίως της ίδιας της συνέλευσης, του ίδιου του συστήματος λειτουργίας. Μια προσωπικότητα πατάει στο κενό που της αφήνουν οι υπόλοιποι· δεν είναι τυχαίο ότι υπάρχουν ομάδες, που αν τους στερήσεις ένα-δυο άτομα, φυτοζωούν· κι εδώ ερχόμαστε στο ζήτημα της συσσώρευσης εμπειρικού-γνωστικού κεφαλαίου[4] (ένα είδος κοινωνικού κεφαλαίου στο μικρο-επίπεδο μιας συνέλευσης).
Τα παραπάνω αποδεικνύουν ότι «οι αγωνιστές με επιρροή» κατέχουν κάποιου είδους τεχνογνωσία· μια
τεχνογνωσία που, αντί να διαχυθεί στη συνέλευση, παραμένει μονοπωλιακά στα χέρια κάποιων ατόμων, που
καταφέρνουν να κυριαρχούν σε μια σχέση εξάρτησης. Αυτή η τεχνογνωσία δεν προέρχεται αποκλειστικά από τη ρητορική τους δεινότητα, αλλά από μια διαδικασία άντλησης πνευματικής υπεραξίας: από το συσσωρευμένο εμπειρικό κεφάλαιο ολόκληρης της συνέλευσης το οποίο, κατά την αναδιανομή του, υφίσταται ένα βραχυκύκλωμα.
Πιο απλά, κάθε συλλογικότητα συσσωρεύει μέσα από τις δράσεις και την εμπειρία της ένα εμπειρικό-γνωστικό κεφάλαιο. Αρχικά, το κεφάλαιο αυτό υφίσταται μόνο ως συλλογικό προϊόν· υπάρχει, δηλαδή, ως κεφάλαιο της ομάδας συνολικά, και δεν έχει εξατομικευθεί. Η αδράνεια, όμως, πολλών μελών, ελλείψει συγκεκριμένης στοχοθεσίας και πολιτικών θέσεων σε επίπεδο ομάδας (επιρρίπτουμε τις ευθύνες στη δομή και όχι στα πρόσωπα), σε συνδυασμό με τις έμφυτες ικανότητες των «αγωνιστών με επιρροή», οδηγούν το συσσωρευμένο αυτό κεφάλαιο στα χέρια λίγων, που επωφελούνται έτσι (πολλές φορές χωρίς πρόθεση) από τις δομικές ανισότητες του αφορμαλισμού. Αυτό που χρειαζόμαστε, λοιπόν, δεν είναι η εκδίωξη αυτών των λίγων, αλλά η δημιουργία ενός μηχανισμού που θα διαμοιράζει ισότιμα το εν λόγω κεφάλαιο σε όλα τα μέλη της συνέλευσης. Ο αφορμαλισμός είναι η ελεύθερη αγορά ενός κινήματος, κι όπου υπάρχει ελεύθερη αγορά υπάρχουν και κεφαλαιοκράτες. Η διαδικασία της υπεραυτονόμησης που περιγράψαμε νωρίτερα, δεν ανακόπτεται ούτε από τα νέα μέλη μιας συλλογικότητας που λίγο-πολύ αναγκάζονται να αφομοιωθούν από την μικροπραγματικότητα της ομάδας και να επαγρυπνούν για τη διαφύλαξη του πολυπόθητου αυτεξούσιου.
Τα νέα μέλη έχουν να αντιμετωπίσουν και αυτά μια σειρά προβλημάτων: από ένα ήδη εδραιωμένο σύστημα
εσωτερικής επικοινωνίας της ομάδας (ορολογία, ατάκες, εσωτερικό χιούμορ, θέματα ταμπού, πολιτικές αναφορές), μέχρι τον άτυπο (αυθόρμητο) σεβασμό στα πιο επιφανή/ενεργά μέλη της και, εν τέλει, την αποδοχή ή τη σύγκρουση με μια συγκροτημένη αντίληψη της ίδιας της πραγματικότητας ‒ την «πραγματικότητα» της συλλογικότητας που προαναφέραμε.
Επιφορτισμένα να προσαρμοστούν σ’ έναν καινούργιο μικρόκοσμο, δομημένο χωρίς αυτούς, τα νέα αυτά μέλη έχουν τρεις βασικές επιλογές: (α) να προσαρμοστούν στο υπάρχον πλαίσιο και να αποδεχτούν τους κανόνες, (β) να προσπαθήσουν να το αλλάξουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό και, τέλος, (γ) να το απορρίψουν και να εγκαταλείψουν την ομάδα. Το πρόβλημα είναι ότι, ανάμεσα στις δυο πρώτες επιλογές, υπάρχει μια εγγενής ανισότητα που, κατά τη γνώμη μας, προκύπτει και πάλι από την έλλειψη δομής.
Με μια πιο προσεκτική παρατήρηση βλέπουμε ότι, στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, η ζυγαριά γέρνει προς την πρώτη επιλογή (δεν εξετάζουμε την τρίτη)· ένα νέο μέλος, δηλαδή, προσαρμόζεται αργά ή γρήγορα στην ήδη διαμορφωμένη πραγματικότητα της ομάδας, χωρίς καν να προσπαθήσει να αμφισβητήσει το υπάρχον πλαίσιο. Αυτό, οφείλεται κατά κύριο λόγο στην ανασφάλεια που έχει, όχι μόνο σε σχέση με το αν έχει την ικανότητα να το κάνει αλλά και με το αν έχει κατανοήσει το ίδιο το πλαίσιο· αν έχει καταλάβει καλά, δηλαδή, σε τι πάει να αντιπαρατεθεί. Η εν λόγω ανισότητα έγκειται στη δομική αδυναμία των νέων μελών να αλλάξουν το υφιστάμενο πλαίσιο. Αδυναμία που οφείλεται σε δύο βασικούς λόγους: (α) στη διαφορά ηλικίας νέων και «παλιών», μαζί με ό,τι άλλο αυτή συνεπάγεται, και (β) στη σχετικότητα του πολιτικού πλαισίου της εκάστοτε συλλογικότητας.
Καταρχάς, είναι γνωστό ότι ο «χώρος» αντλεί νέα μέλη σχεδόν αποκλειστικά από μικρές ηλικίες, κυρίως από
φοιτητές και νεολαίους. Έτσι, για έναν πιτσιρικά, η διαφορά ηλικίας, εμπειρίας και θεωρητικού υποβάθρου
ανάμεσα σ’ αυτόν και τα παλαιότερα μέλη είναι πολύ αισθητή – πρώτα και κύρια από τον ίδιο. Ακόμα, το νέο μέλος, τις περισσότερες φορές δυστυχώς, δεν θα βρει μπροστά του ένα πλαίσιο συγκροτημένων πολιτικών θέσεων, διαμορφωμένων από ένα ευρύτερο σύνολο ανθρώπων που ξεπερνάει τα στενά όρια της συλλογικότητάς του· αντιθέτως, θα έρθει αντιμέτωπο με ένα σύνολο ιδεών και πρακτικών που συγκροτούν, όπως προαναφέραμε, την πραγματικότητα μιας ομάδας είκοσι ανθρώπων.[5] Η σχετικότητα του αντικειμένου, λοιπόν, το οποίο δυνητικά θα μπορούσε να αμφισβητήσει, απονοηματοδοτεί την ίδια την αμφισβήτηση. Για να το καταστήσουμε πιο σαφές, η σχετικότητα αυτή έγκειται στην έλλειψη ρητά διατυπωμένων πολιτικών θέσεων και στην (πολιτική) ανευθυνότητα που ευδοκιμεί στις μικρές άγνωστες συλλογικότητες, εν τη απουσία ευρύτερου πολιτικού φορέα με όνομα και αναγνωρισιμότητα. Ως αποτέλεσμα της σχετικότητας αυτής, η οποιαδήποτε κριτική προσκρούει σε μια σχεδόν εθιμοτυπική λειτουργία[6] της εκάστοτε ομάδας που, τις περισσότερες φορές, έχει ως συνέπεια να μην μπορούν να λυθούν πολιτικά οι διαφορές. Ελλείψει συγκροτημένων πολιτικών θέσεων, καταστατικού κ.λπ., η όποια κριτική γίνεται αποκλειστικά πάνω στην «τακτική» μιας συλλογικότητας και όχι στην αντιστοιχία της τακτικής αυτής με τις θέσεις της. Επίσης, εφόσον η επιτακτικότητα της τάδε ή της δείνα δράσης κρίνεται κάθε φορά μόνο από την αντίληψη ή την όρεξη των ανθρώπων που απαρτίζουν μια συλλογικότητα και δεν καθορίζεται από την ίδια την κοινωνική αναγκαιότητα ή από την βαρύτητα μιας ευρύτερης απόφασης για δράση σε πανελλαδικό επίπεδο, η διαφωνία θα λάβει χώρα με όρους προσωπικής κριτικής εντός της συλλογικότητας και όχι με όρους πολιτικής συνέπειας και κοινωνικής ευθύνης. Αυτό που υποστηρίζουμε, λοιπόν, είναι ότι οι έξωθεν πιέσεις (στο πλαίσιο μιας Οργάνωσης) δεν «υποτάσσουν» μια συλλογικότητα αλλά, αντίθετα, τη βοηθάνε να διασαφηνίσει το πολιτικό της πλαίσιο, να πάρει αποστάσεις στα αμφιλεγόμενα σημεία και να πολιτικοποιήσει τις διαφωνίες και τις εσωτερικές της συγκρούσεις. Από την άλλη, η υπεραυτονόμησή της τη μετατρέπει σε μια παρέα, που επιλύει τις διαφορές της με αποκλειστικό κριτήριο τη συνοχή της και την ποιοτική αντιστοιχία ανάμεσα στις εκάστοτε πολιτικές της φιλοδοξίες και στην απόδοση των μελών της. Σύμφωνα με το υπάρχον πλαίσιο, αν μια συλλογικότητα καταφέρνει να πραγματώσει τις πολιτικές της επιθυμίες, ανεξάρτητα από το τι επιτάσσει η πολιτική συγκυρία, πάει καλά. Η δέσμευσή της δηλαδή αρχίζει και τελειώνει στη συνισταμένη των επιθυμιών και των φιλοδοξιών των μελών της.
Συνοψίζοντας
Για παράδειγμα, πέντε συλλογικότητες, που ενίοτε βρίσκονται σε κινηματικές διαδικασίες και συνεργάζονται σ’ ένα πλαίσιο μηδαμινής πολιτικής ευθύνης η μία προς την άλλη (πέρα από την αλληλεγγύη και την αλληλο-υποστήριξη), είναι στην ουσία πέντε διαφορετικές παρέες, με κοινό –πολύ γενικά‒ ιδεολογικό υπόβαθρο[7], που φέρουν και παρατάσσουν κάθε φορά πέντε διαφορετικές πραγματικότητες. Αυτό συμβαίνει, όπως αναφέραμε στην αρχή, γιατί κατά την περίοδο της διαμόρφωσής τους δεν υπήρχε καμία δεσμευτικότητα, καμία ουσιαστική (πολιτική) επικοινωνία και κανένας συλλογικός έλεγχος από κάποιον ανώτερο πολιτικό φορέα (Οργάνωση, Ομοσπονδία), με αποτέλεσμα η θεώρηση της πραγματικότητας να μην «φιλτράρεται» συλλογικά και να μην αμφισβητείται άμεσα από κάποια δύναμη, εκτός από την ίδια τη συλλογικότητα. Η παρέα, έτσι, μεγαλώνει μέσα στον ολόδικό της κόσμο, έρμαιο των φυσικών και κοινωνικών ανισοτήτων που ενυπάρχουν στις σχέσεις μεταξύ ανθρώπων διαφορετικής ηλικίας, τάξης, βιωμάτων, εμπειρίας, κλίσεων κ.λπ., και μένει να παλεύει μόνη με τους προσωπικούς της δαίμονες.
Χωρίς τη συνδρομή ενός πολιτικού φορέα, η μεμονωμένη συλλογικότητα αντιλαμβάνεται τον εαυτό της όχι ως κομμάτι ενός οργανισμού που οικοδομεί την κοινωνική επανάσταση αλλά σαν έναν ξεχωριστό οργανισμό, ο οποίος συνεργάζεται με τους υπόλοιπους βουλησιαρχικά και όχι αναγκαστικά. Ως κομμάτι ενός οργανισμού αναγκάζεσαι να δουλέψεις, προκειμένου να δουλέψει ολόκληρος ο οργανισμός σε μια σχέση αλληλεξάρτησης ενώ, ως ξεχωριστός οργανισμός, αρκεί να επιθυμείς να συνεργαστείς με άλλους σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, σε ένα πλαίσιο και υπό όρους που κανείς δεν ξέρει πως θα προσδιοριστούν.
Ο αυτόνομος οργανισμός/συλλογικότητα/παρέα, είναι ο βασιλιάς του μικρόκοσμού του. Έχει την περιοχή του, τη στέγη του, τον στρατό του, το συμβούλιό του και την περιφέρεια των φίλα προσκείμενων που γεμίζουν κάθε τόσο τα μπλοκ και τις εκδηλώσεις του. Όλοι αυτοί οι βασιλιάδες μαζί συγκροτούν τον ελληνικό αντιεξουσιαστικό χώρο· έναν αραιοκατοικημένο κόσμο με ισχυρή τυπική ενδοεπικοινωνία, δομημένο πάνω σε μια παράξενη αρχή: ότι ο αφορμαλισμός και οι εσωτερικές συγκρούσεις, που αυτός συνεπάγεται, είναι η βάση της ύπαρξής του, ένα μέσο εσωτερικής συνοχής και αρμονίας.
Κοντολογίς, ο αφορμαλισμός κυριαρχεί ως το αναγκαίο κακό για την αποφυγή θυελλωδών συγκρούσεων εντός του αναρχικού χώρου˙ ως αντάλλαγμα, δηλαδή, για τη διατήρηση μιας φιλίας και μιας ενδοεπικοινωνίας, βασισμένης στην ιδεολογική εγγύτητα μεταξύ συλλογικοτήτων που συμβιώνουν, προτάσσοντας μια α-χρονική, καταχρηστική ιδεολογική φερεγγυότητα, εις βάρος της κοινωνικής και πολιτικής ευθύνης της εποχής τους. Η πραγματικότητα της μεμονωμένης συλλογικότητας, η συνολική θεώρηση της για τα πράγματα, που κάποιες φορές δεν είναι παρά η θεώρηση ενός και μόνο ατόμου, η σχετικότητα του πολιτικού της πλαισίου και η υπεραυτονόμησή της λαμβάνουν, μέσα από τον αφορμαλισμό, στοιχεία ολοκληρωτισμού, αλλοτρίωσης και ετερονομίας. Από την άλλη, η οργάνωση σε έναν ευρύτερο αναρχικό πολιτικό φορέα δημιουργεί τους απαραίτητους μηχανισμούς συλλογικού ελέγχου, βάσει αρχών και θέσεων που έχουν αποφασιστεί συλλογικά και δημόσια από το σύνολο των συλλογικοτήτων που θα τον αποτελούν· αφοπλίζοντας, έτσι, δομικά την αυθαιρεσία και την κατάχρηση και εδραιώνοντας την πραγματική αυτονομία κάθε μέρους του σώματος. Υιοθετώντας με λίγα λόγια το πολιτικό πλαίσιο ενός «κοινωνικού αναρχισμού, που γυρεύει την ελευθερία μέσω δομών και αμοιβαίων ευθυνών (…)».[8]
Όσο, λοιπόν, ο αφορμαλισμός συνεχίζει να επιτελεί τον ρόλο της μεθαδόνης, τόσο το ελληνικό αναρχικό κίνημα θα φαντάζει ένα ασθενικό σώμα, που ενσυνείδητα πασχίζει να συντηρήσει τις εξαρτήσεις του. Κι επειδή η ιστορία, κατά πως φαίνεται, με την έως τώρα πρακτική, μεταφέρεται περισσότερο προφορικά, παρά διαβάζεται από την εκάστοτε γενιά, η αντι-οργανωτική εμμονή ενέχει τον κίνδυνο να καταλήξει ο αναρχισμός στην Ελλάδα μια λέξη «πολιτικά και κοινωνικά ακίνδυνη – ένα απλό καπρίτσιο που θα σκανδαλίζει διασκεδαστικά, τους μικροαστούς όλων των εποχών».
Σε καιρούς που το αναρχικό κίνημα, ως το πιο οργανικό κομμάτι του μηχανισμού ανατροπής του υπάρχοντος, πληρώνει το τίμημα για τη στάση του, η δομή δεν εμφανίζεται απλώς ως επιλογή αλλά ως αναγκαιότητα για να παραμείνει ο αναρχισμός μια λέξη πολιτικά και κοινωνικά επικίνδυνη.
Σημειώσεις:
[1] Προκήρυξη του 1985, υπογεγραμμένη από επτά αναρχικές συλλογικότητες της Αθήνας
[2] Καρύτσας Γ., Μιχαήλ Μπακούνιν: ο κόσμος και το έργο του, εκδ. Άρδην, σ. 173.
[3] Bookchin M., Εισαγωγικό δοκίμιο, Αναρχικές κολλεκτίβες, Dolgoff S., Διεθνής βιβλιοθήκη, 1982, σ. 39.
[4] «Το σύνολο των διαθέσιμων ή των δυνητικά διαθέσιμων πόρων, που σχετίζονται με τη συμμετοχή σ’ ένα δίκτυο, λιγότερο
ή περισσότερο θεσμοθετημένων, βιώσιμων γνωριμιών και σχέσεων αλληλοαναγνώρισης» (μτφρ. δική μας), Bourdieu P.
(1980), «Le capital social. Notes provisoires», Actes de la recherche en sciences sociales, n°31, Ιανουάριος, σσ. 2-3.
[5] «Ιδέα σημαίνει το να θέτεις την αλήθεια υπό έλεγχο […], δεν ωφελεί να μιλάμε για ιδέες, όταν δεν υπάρχει παραδοχή μιας
υψηλότερης αρχής που να τις ρυθμίζει, μιας σειράς από κανόνες, τους οποίους μπορείς να επικαλεσθείς σε συζήτηση […]
όπου δεν υπάρχουν κανόνες, στους οποίους μπορεί ο σύντροφός μας να προσφύγει […] όπου δεν υπάρχει παραδοχή
ορισμένων τελικών πνευματικών θέσεων, στις οποίες να μπορεί να αναχθεί μια διαφωνία». Gasset y Ortega, Η εξέγερση των
μαζών, Δωδώνη, 2006, σ. 103.
[6] Σε τρόπους, δηλαδή, δράσης και λειτουργίας που η ομάδα υιοθετεί σταθερά και δεν είναι πολύ διατεθειμένη να αλλάξει.
Αν το περιγράφαμε με φράσεις, αυτές θα ήταν «εμείς έτσι ξέρουμε», «έτσι λειτουργούμε εδώ», «αυτό πιάνει» και ούτω
καθεξής.
[7] Το αναρχικό πρόσημο ανάμεσα σε δύο συλλογικότητες δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι τα δύο μέρη έχουν κοινή θεώρηση
του κόσμου και της ιστορίας του· το ίδιο, αντίστοιχα, ισχύει και σε μικρότερη κλίμακα, στην εκτίμηση δηλαδή της κοινωνικής
συγκυρίας και την αντίληψη των πολιτικών απαιτήσεων της εποχής. Κατά συνέπεια, κάτω από μια -καταχρηστικά- κοινή
ιδεολογική ομπρέλα, χωράνε δυνητικά, τόσες θεωρήσεις και εκτιμήσεις, όσες και οι μεμονωμένες συλλογικότητες.
[8] Bookchin M., Κοινωνικός ή Lifestyle αναρχισμός, Ισνάφι, 2005, σσ. 78-79.
2. Αφορμαιλστκή Οργάνωση
Επισυνάπτουμε το έγγραφο της γέννησης της FAI για να επαναλάβουμε τη σημασία του έργου.
ΤΟ ΣΎΜΦΩΝΟ ΑΜΟΙΒΑΊΑΣ ΥΠΟΣΤΉΡΙΞΗΣ
Δημιουργήσαμε την Άτυπη Αναρχική Ομοσπονδία, δηλαδή μια ομοσπονδία που σχηματίζεται είτε από ομάδες δράσης είτε από μεμονωμένα άτομα, προκειμένου να υπερβούμε τα όρια που συνεπάγονται τα μεμονωμένα σχέδια και να πειραματιστούμε με τις πραγματικές δυνατότητες της άτυπης οργάνωσης. Πιστεύουμε ακράδαντα ότι μόνο μια χαοτική και οριζόντια οργάνωση, χωρίς αφεντικά, αρχές ή κεντρικές επιτροπές που παίρνουν αποφάσεις, μπορεί να ικανοποιήσει την ανάγκη μας για ελευθερία εδώ και τώρα. Στόχος μας είναι να έχουμε μια οργάνωση που να αντανακλά την άποψη της αναρχικής κοινωνίας, για την οποία αγωνιζόμαστε. Αυτή προορίζεται ως εργαλείο και όχι ως αντίγραφο κάποιου παλιού ένοπλου κόμματος ή ως οργάνωση που αναζητά αδέξιους. Αν δεν ήταν ένα εργαλείο που θα χρησιμοποιούνταν για να δοκιμάζεται η αποτελεσματικότητα της άτυπης οργάνωσης και η ικανότητά της να ενισχύει την ποιότητα και τη συνέχεια της επαναστατικής δράσης, θα ήταν απολύτως άχρηστη και σίγουρα θα πέθαινε. Μέσω των ευρέως διαδεδομένων δράσεων είναι δυνατόν να συμβιβαστούν η οργάνωση και η θεωρητική/πρακτική συζήτηση από τη μια πλευρά και η ανωνυμία των ομάδων/ατόμων από την άλλη. Οι δράσεις, στην πραγματικότητα, εκτός από το συγκεκριμένο μήνυμα της καταστροφής/κατασκευής, προτείνουν και άλλα είδη μηνυμάτων, όπως αυτά που υπονοούνται στις μεθόδους και τα μέσα τους. Σε αυτή την περίπτωση η ζημία που προκαλείται δεν έχει σημασία. Γνωρίζουμε ότι δεν θα είναι μια καλά οπλισμένη μειοψηφική ομάδα που θα ξεσηκώσει την επανάσταση, και είμαστε αποφασισμένοι να μην αναβάλουμε την εξέγερσή μας περιμένοντας να είναι όλοι έτοιμοι: είμαστε όλο και περισσότερο πεπεισμένοι ότι μια απλή άμεση δράση ενάντια στους θεσμούς είναι πιο αποτελεσματική από χιλιάδες λέξεις.
ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ λόγω της ευρείας οριζόντιας δομής της, δηλαδή ομοσπονδία ομάδων ή ατόμων, ελεύθερων και ίσων ανδρών και γυναικών που συνδέονται μεταξύ τους με κοινές πρακτικές επίθεσης κατά της κυριαρχίας και γνωρίζουν ότι η αλληλοϋποστήριξη και η επαναστατική αλληλεγγύη είναι εργαλεία της ελευθερίας. Οι σχέσεις στο εσωτερικό της ομοσπονδίας είναι σταθερές και ευέλικτες ταυτόχρονα- εξελίσσονται συνεχώς χάρη στις ιδέες και τις πρακτικές που φέρνουν τα νέα άτομα και οι ομάδες που θα ενταχθούν. Δεν θέλουμε καμία δημοκρατική ομοσπονδία, καθώς αυτό θα περιλάμβανε αντιπροσώπους, αντιπροσώπους, επίσημες συνεδριάσεις, επιτροπές και όργανα που συνεπάγονται την εκλογή ηγετών, χαρισματικών μορφών και την επιβολή ειδικών του λόγου. Στην άτυπη ομοσπονδία, η επικοινωνία πρέπει να βασίζεται σε μια οριζόντια και ανώνυμη συζήτηση, η οποία θα προκύψει από την πρακτική (ανάλυψη ευθύνης δράσεων) και την ευρεία διάδοση των θεωριών μέσω των μέσων επικοινωνίας του κινήματος. Με άλλα λόγια, η συνάντηση θα αντικατασταθεί από μια ανώνυμη και οριζόντια συζήτηση μεταξύ ομάδων ή ατόμων που επικοινωνούν μέσω της πρακτικής. Η ομοσπονδία είναι η δύναμή μας, δηλαδή η δύναμη των ομάδων ή των ατόμων που αλληλοβοηθούνται μέσω ενός σαφώς καθορισμένου συμφώνου αμοιβαίας υποστήριξης.
ΑΝΑΡΧΙΚΟΙ γιατί θέλουμε την καταστροφή του κεφαλαίου και του κράτους. Θέλουμε έναν κόσμο όπου μόνο η ελευθερία και η αυτοοργάνωση “κυριαρχούν” και μια κοινωνία όπου δεν υπάρχει εκμετάλλευση των ανθρώπων πάνω στους ανθρώπους και των ανθρώπων πάνω στη φύση. Είμαστε σθεναρά αντίθετοι σε κάθε μαρξιστικό καρκίνωμα, το οποίο δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια γοητευτική και επικίνδυνη σειρήνα που ισχυρίζεται την ελευθερία για τους καταπιεσμένους, αλλά στην πραγματικότητα αρνείται τη δυνατότητα μιας ελεύθερης κοινωνίας και απλώς αντικαθιστά τη μια κυριαρχία με μια άλλη.
ΑΤΥΠΗ, διότι δεν πιστεύουμε στις πρωτοπορίες ούτε θεωρούμε ότι είμαστε μια πεφωτισμένη ενεργή μειοψηφία. Θέλουμε απλώς να ζούμε ως αναρχικοί εδώ και τώρα και γι’ αυτό θεωρούμε την άτυπη οργάνωση ως το μόνο είδος οργάνωσης που είναι ικανό να αποτρέψει τη δημιουργία οποιουδήποτε αυταρχικού και γραφειοκρατικού μηχανισμού. Μας επιτρέπει να διατηρήσουμε την ανεξαρτησία μας ως άτομα ή/και ομάδες και να αντισταθούμε στην εξουσία με συνέχεια. Η Άτυπη Αναρχική Οργάνωση ασκεί τον ένοπλο αγώνα, αλλά αρνείται τις κλασικές μονολιθικές οργανώσεις που προϋποθέτουν μια βάση, τακτικά και παράτυπα μέλη, στήλες, εκτελεστικά στελέχη, τεράστια χρηματικά ποσά και ζουν κρυπτόμενοι. Πιστεύουμε ότι αυτού του είδους οι δομές αποτελούν εύκολο στόχο για την εξουσία. Στην πραγματικότητα, ένας διεισδυμένος αστυνομικός ή ένας πληροφοριοδότης αρκεί για να καταρρεύσει ολόκληρη η οργάνωση ή ένα μεγάλο μέρος της σαν χάρτινος πύργος. Αντίθετα, καθώς η άτυπη οργάνωση σχηματίζεται από 1000 άτομα ή ομάδες που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους (καθώς αναγνωρίζονται μεταξύ τους μέσα από τις δράσεις που πραγματοποιούν και την αμοιβαία υποστήριξη που τους συνδέει), αν από κάποια ατυχή συγκυρία έβγαιναν στη φόρα διεισδυτές ή χαφιέδες, αυτό θα επηρέαζε μια μόνο ομάδα χωρίς να εξαπλωθεί στις υπόλοιπες. Επιπλέον, όποιος συμμετέχει στην άτυπη οργάνωση είναι μαχητής μόνο όταν προετοιμάζει και εκτελεί μια δράση. Η οργάνωση, επομένως, δεν επηρεάζει ολόκληρη τη ζωή και τα σχέδια των συντρόφων, έτσι ώστε να αποφεύγεται κάθε είδους σεχταρισμός του ένοπλου αγώνα. Μόλις ριζώσουμε καλά, η εξουσία θα δυσκολευτεί πολύ να μας καταστρέψει.
Το σύμφωνο αλληλοϋποστήριξης είναι το δυνατό σημείο της Αναρχικής Άτυπης Οργάνωσης και περιστρέφεται γύρω από τρία βασικά σημεία που βασίζονται στο προαναφερθέν αναρχικό επαναστατικό πρόταγμα και τα οποία μπαίνουν στο παιχνίδι όταν άτομα ή ομάδες αποφασίζουν να ενταχθούν στην Αναρχική Άτυπη Οργάνωση:
ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΉ ΑΛΛΗΛΕΓΓΎΗ Κάθε ομάδα δράσης της Αναρχικής Άτυπης Οργάνωσης ασχολείται με την επίδειξη επαναστατικής αλληλεγγύης σε συντρόφους που έχουν συλληφθεί ή κρύβονται. Αυτή η αλληλεγγύη θα εκδηλωθεί κυρίως μέσω της ένοπλης δράσης και της επίθεσης ενάντια σε ανθρώπους και δομές που ευθύνονται για τη φυλάκιση συντρόφων. Η αλληλεγγύη θα ασκείται πάντα ως απαραίτητο χαρακτηριστικό του αναρχικού τρόπου ζωής και δράσης. Φυσικά δεν αναφερόμαστε στη νομική και τεχνική υποστήριξη: η αστική κοινωνία προσφέρει επαρκή αριθμό δικηγόρων, κοινωνικών λειτουργών και ιερέων, πράγμα που σημαίνει ότι οι επαναστάτες μπορούν να ασχοληθούν με άλλου είδους δραστηριότητες.
ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΈΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΊΕΣ Όταν μια ομάδα ή ένα άτομο ξεκινάει μια επαναστατική εκστρατεία μέσω των πράξεων και των σχετικών ανακοινώσεων, άλλες ομάδες και άτομα της Αναρχικής Άτυπης Οργάνωσης θα ακολουθήσουν ανάλογα με τις μεθόδους και το χρόνο τους. Κάθε ομάδα ή άτομο μπορεί να ξεκινήσει μια αγωνιστική εκστρατεία για συγκεκριμένους στόχους μέσω μιας ή περισσότερων δράσεων που υπογράφονται από την ίδια την ομάδα ή το άτομο και από τη διεκδίκηση της Ομοσπονδίας. Αν μια καμπάνια δεν συμφωνηθεί από τις άλλες ομάδες, η κριτική θα φανεί μέσα από δράσεις και ανακοινώσεις που θα συμβάλλουν στη διόρθωση ή τη συζήτησή της.
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΊΑ ΜΕΤΑΞΎ ΟΜΆΔΩΝ/ΑΤΌΜΩΝ Οι ομάδες δράσης της Αναρχικής Άτυπης Οργάνωσης δεν απαιτείται να γνωρίζονται μεταξύ τους. Έτσι αποφεύγεται η καταστολή που θα τις χτυπήσει και η ανάδειξη πιθανών ηγετών ή γραφειοκρατών. Η επικοινωνία μεταξύ των ομάδων ή των ατόμων πραγματοποιείται μέσω των δράσεων και των διαύλων του κινήματος χωρίς να γνωρίζονται άμεσα μεταξύ τους.
ΕΞΕΓΕΡΤΙΚΗ ΑΝΑΡΧΙΑ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ
Τα τελευταία χρόνια στο εσωτερικό του αναρχικού κινήματος, έχουν υπάρχει πολλές συζητήσεις σχετικά με την εξεγερτική μέθοδο οργάνωσης για την επανάσταση. (1) Συχνά όμως, οι συζητήσεις αυτές δεν φτάνουν σε λεπτομέρεις που αφορούν τις οργανωτικές λεπτομέρειες που προωθούν οι εξεγερσιακοί αναρχικοί. Το κείμενο αυτό ευελπιστεί να ρίξει λίγο φως σε αυτές τις οργανωτικές μεθόδους και να χρησιμεύσει ως μια εισαγωγή σε αυτά τα προτάγματα αλλά και την τάση στα πλαίσια της επαναστατικής αναρχικής σκέψης.
Φορμαλιστική εναντίον άτυπης οργάνωσης.
Μία από τις μεγαλύτερες αντιπαραθέσεις σχετικά με την εξεγερτική μέθοδο, υπήρξε αυτή για την αναγκαιότητα της φορμαλιστικής ή της άτυπης οργάνωσης. Δε χρειάζεται να σκάψει κανείς βαθειά για να δει ότι τέτοιες αντιπαραθέσεις αποτελούν ένα ψευδδή διχασμό. Στο υστερόγραφο του τεύχους 2 της σουηδικής εφημερίδας “Dissident” με τον τίτλο “Εξέγερση και Αναρχία”, η ομάδα Μπάτκο εξηγεί: “είναι σημαντικό να μην παγιδευτούμε στο ψευδές δίλημμα μεταξύ φορμαλιστικής ή άτυπης οργάνωσης. Η μορφή εξαρτάται πάντα απο τις δυνατότητες της πρωτοβουλίας. Οι φορμαλιστικές δομές μπορούν να χρησιμοποιούνται κάποιες φορές αρκεί να μη χάνεται η πρωτοβουλία. (2) “Όχι αντιπαράθεση. Ερωτήσεις κι απαντήσεις.”
Ακόμη κι ο πάτέρας του σύγχρονου εξεγερτικού αναρχισμού ο Αλφρέντο Μαρία Μπονάννο, γράφει σε ένα απο τα δοκίμια του με τον τίτλο “από τις ταραχές στην εξέγερση” :
“Φυσικά, υπάρχει ακόμη η δυνατότητα χρησιμοποίησης της οργάνωσης σύνθεσης, της προπαγάνδας, της αναρχικής εκπαίδευσης και της συζήτησης- όπως κάνουμε και τώρα δηλαδή- γιατί όπως είπαμε αυτό αποτελεί ένα ζήτημα προτάγματος σε κίνηση, απόπειρας κατανόησης πραγμάτων πάνω σε ένα καπιταλιστικό σχέδιο που βρίσκεται σε εξέλιξη. Ως αναρχικοί επανστάτες όμως, είμαστε υποχρεωμένοι να έχουμε κατά νου αυτήν τη γραμμή εξέλιξης και να προετοιμάζουμε τους εαυτούς μας απο ‘δω και στο εξής ώστε να μετασχηματίσουμε τις άλογες καταστάσεις των ταραχών σε μια μια εξεγερτική και επαναστατική πραγματικότητα.” (3)
Θα ήταν αρκετά βοηθητικό αν το σύγχρονο αναρχικό κίνημα έδινε βάση στο άνωθεν παράδειγμα. Το απόσπασμα ήταν από ένα λόγο που δώθηκε σε ένα επίσημο συνέδριο σχετικά με την εφημερίδα “Anarchismo” της οποίας ο Μπονάννο ήταν ο βασικός εκδότης. Η άτυπη οργάνωση δεν προωθήθηκε για να γίνει δόγμα που θα ακολουθείται με κάθε κόστος, όπως κάνουν οι αμετανόητηοι πιστοί κομμάτων ή συνδικάτων, αλλά ως μια ιστορική τάση που ο Μπονάννο προσπαθούσε να αναλύσει εν (τη) εξελίξει (της).
Εκ των υστέρων, μπορούμε τώρα να δούμε, όπως ανέφερε η ομάδα Μπάτκο, ότι το αν θα παρεμβούμε στις ταξικές μάχες χρησιμοποιώντας φορμαλιστικές ή άτυπες πρακτικές, είναι ένα ζήτημα επιλογής των κατάλληλων μέσων για την επίτευξη των επιθυμητών σκοπών.
Αυτενέργεια και αυτοδιεύθυνση.
Ποια είναι λοιπόν τα μέσα που προτείνουν οι εξεγερτικοί αναρχικοί για την οργάνωση της επανάστασης; Αυτή ή οικεία στους περισσότερους επαναστάτες αναρχικούς, αυτοοργάνωση.
Οι εξεγερτικοί αναρχικοί δίνουν πολύ μεγάλη σημασία στο ότι η χειραφέτηση των εκμεταλλευόμενων και καταπιεζόμενων μαζών πρέπει να είναι έργο που προκύπτει απ την ίδια τη δική τους αυτόνομη δραστηριότητα. Αυτό ισχύει είτε αφορά άτομα, ομάδες αναρχικών επαναστατών, είτε μεγάλα μαζικά σώματα εκμεταλλευόμενων που μάχονται για την αυτονομία τους.
Ο λόγος για τον οποίο αυτό είναι σημαντικό, είναι επειδή αποτελεί μια βασική ομοιότητα που μοιράζονται οι εξεγερτικοί αναρχικοί με το υπόλοιπο του αναρχικού επαναστατικού κινήματος. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον με το δεδομένο ότι αποτελεί ιστορικά ένα μέσο που οι περισσότεροι αναρχικοί και αναρχοσυνδικαλιστές έχουν επιθυμήσει, αν επανεξεταστεί όπως θα δούμε αργότερα στη συζήτηση των προτάσεών τους για τη μαζική οργάνωση. Η αυτενέργεια των εργατών δεν είναι απλά η προτιμώμενη μέθοδος αγώνα, αλλά και ο πυρήνας της αυτοοργανωμένης κοινωνίας που οι αναρχικοί επιθυμούν να δημιουργήσουν μέσα από την κοινωνική επανάσταση:
“Η αυτοδιεύθυνση του αγώνα προηγείται, και ακολουθούν η αυτοδιεύθυνση της εργασίας και της κοινωνίας… Η επανάσταση της εργασίας είναι επομένως η αυτοδιευθυνόμενη οργάνωση αυτών των πρώτων στοιχείων της μελλοντικής κοινωνίας, των παραγωγικών πυρήνων βάσης που θα αναπτυχθούν μέσα από την αυτονομία των μαζών.” (4)
Ενεργή μειοψηφία: Ειδική Αναρχική Οργάνωση Συγγένειας.
Η σύγχρονη εξεγερτική σκέψη, ξεπήδησε μέσα από τις ιστορικές συνθήκες της μεταπολεμικής Ιταλίας. Στο ιταλικό αναρχικό κίνημα εκείνης της εποχής υπήρχε ιδιαίτερα έντονη διαμάχη ανάμεσα σε αυτούς που πίστευαν στην εγκυρότητα της ειδικής αναρχικής “οργάνωσης σύνθεσης” γύρω από την Ιταλική Αναρχική Ομοσπονδία (FΑΙ) που κατηγορούταν ως “καθαροί”, και σε εκείνους που υπερασπίζονταν το μοντέλο μιας ειδικής αναρχικής “οργάνωσης τάσης” γύρω από τις Αναρχικές Ομάδες Προλεταριακής Δράσης (GAAP). Και οι δύο ομάδες οργανώθηκαν γύρω από ένα ειδικό αναρχικό πρόγραμμα, είτε πλουραλιστικό (FAI) είτε πλατφορμιστικό (GAAP). (5)
Έμοιαζε εκτός πραγματικότητας το να ξεπηδήσει ένας τρίτος τύπος ειδικής οργάνωσης, γύρω από τοπικές ομάδες βασισμένες στη συγγένεια. Συγγένεια σε αυτήν την περίπτωση δε σήμαινε ότι οι αναρχικοί απλά θα έπρεπε να οργανώνονται μαζί με τους φίλους τους, ή να μην οργανώνονται καθόλου όπως οι αντιοργανωτικοί ατομικιστές, αλλά βασιζόταν σε ξεκάθαρη γνώση του πού βρίσκονταν οι σύντροφοι, μέσα από πολιτική συζήτηση, ανάλυση και κυρίως μέσα από την εμπειρία του να δουλεύει ο ένας με τον άλλο στον αγώνα. Με λίγα λόγια, στο επίκεντρο ήταν το χτίσιμο ενότητας με άλλο κόσμο μέσω της πράξης. Οι επαναστάτες αναρχικοί κάθε τάσης θα έπρεπε να σκεφτούν να προσπαθήσουν να μάθουν από τα καλύτερα στοιχεία τέτοιων στρατηγικών. Αντίθετα με το να συμφωνούν με πολιτικά προγράμματα (μινιμαρισμένα, μεταβατικά ή μαξιμαρισμένα) και τις απαράβατες εντολές τους, οι επαναστάτες αναρχικοί θα έπρεπε να αγωνίζονται να διατηρήσουν μια αναλυτική και οργανωτική πρακτική βασισμένη σε και επεξεργασμένη μέσα από τη συμμετοχή στον κοινωνικό αγώνα:
“Από την άλλη, η ομάδα συγγένειας έχει πολύ μεγάλες προοπτικές και αφορά άμεσα την πράξη, βασιζόμενη όχι στην ποσότητα των φορέων της αλλά στην ποιότητα που γεννά η δύναμη ενός αριθμού ατόμων που εργάζονται μαζί για ένα σχέδιο που επεξεργάζονται μαζί όσο προχωρούν. Από το να είναι μια ειδική δομή του αναρχικού κινήματος και συνολικά της γκάμας δραστηριοτήτων που αυτό αφορά -προπαγάνδα, άμεση δράση, ίσως μια εφημερίδα, εργασία σε μια άτυπη οργάνωση- μπορεί επίσης να επιζητά το σχηματισμό ενπός πυρήνα βάσης ή κάποιων άλλων μαζικών δομών κι έτσι να παρέμβει πιο αποτελεσματικά στον κοινωνικό αγώνα.” (6)
Αυτόνομοι πυρήνες βάσης: Αυτοδιευθυνόμενες Συμμαχίες για την Αυτονομία των εργατών.
Όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, η αυτενέργεια των εκμεταλλευόμενων και καταπιεζόμενων είναι απίστευτα σημαντική για τους εξεγερτικούς αναρχικούς. Αυτό φαίνεται μέσα από την ιδεώδη μορφή μαζικής οργάνωσης που προτείνουν, τους αυτόνομους πυρήνες βάσης. “Βάση” είναι μια άλλη λέξη για το “λαϊκό/σε επίπεδο λαού”. “Πυρήνας” είναι μια άλλη λέξη για το “κύτταρο”. Οι αυτόνομοι πυρήνες βάσης είναι ουσιαστικά αυτοδιευθυνόμενα λαϊκά κύτταρα ή συμμαχίες, ανεξάρτητες από οποιοδήποτε κόμμα ή συνδικαλιστική ένωση. Είναι μαζικές οργανώσεις βασισμένες στην πλήρη αυτονομία των εργατών και την αυτοδιεύθυνση.
Οι εξεγερτικοί αναρχικοί εργάζονται μέσα σε κοινοτικούς, εργασιακούς ή άλλους μαζικούς αγώνες με ενδιάμεσους στόχους, ενθαρρύνοντας πάντα τους εργάτες να οργανώνονται αυτόνομα αν αυτό είναι δυνατό. Παραδείγματα τέτοιων οργναώσεων στην πράξη ήταν οι αυτοδιευθυνόμενοι σύνδεσμοι που πολέμησαν ενάντια στην κατασκευή μιας πυραυλικής βάσης των Η.Π.Α. Στο Κομίσο της Ιταλίας . (6) Το Αυτόνομο Κίνημα Βάσης (των εργαζομένων στιυς σιδηροδρόμους) στο Τορίνο, αναφέρεται συχνά επίσης.
Υπήρξε συχνά η υπόνοια ότι τέτοιες δομές μιμούνται τις μετωπικές οργανώσεις που φτιάχνουν πολλά λενινιστικά κόμματα, αποδεικνύοντας οτι οι εξεγερτικοί αναρχικοί έχουν μια πρακτική υποκατάστασης και πρωτοπορίας. Αντιθέτως, το κάλεσμα για τέτοιες αυτοδιευθυνόμενες οργανώσεις με χαρακτηριστικά άμεσης δράσης (επίθεση), διαρκούς σύγκρουσης (κριτική της αντιπροσώπευσης) και όχι μόνο, δείχνει να αντανακλά την στρατηγική και τις τακτικές που υποστηρίζουν κάποιοι σύγχρονοι επαναστάτες αναρχικοί που θεωρητικοποίησαν μια πρακτική “άμεσων σωματείων”. (7)
Έχει επίσης υπάρξει μια αποπροσαναντολισμένη αντίληψη ότι ο εξεγερτικός αναρχισμός είναι μια πολιτική θεωρία και μέθοδος για την πρακτική επίθεση και καταστροφή της υπάρχουσας Αριστεράς στις διάφορες σωματειακές και συνδικαλιστικές οργανώσεις. Ίσως να αρκούσε μια ματιά στο “Κριτική των συνδικαλιστικών μεθόδων” του Μπονάννο για να δει κανείς ότι αυτό δεν είναι η πλήρης αλήθεια:
Ένα σχέδιο αποδιοργάνωσης των των εργατικών ενώσεων θα απαιτούσε μια καταστρεπτική λογική… Θα ήταν διασπαστικό να δοθεί ενέργεια (την οποία δεν κατέχουμε) σε μια τέτοια προοπτική, και όχι ο σωστός τρόπος να ασχοληθούμε με το πρόβλημα των εργατικών οργανώσεων. Γρηγορότερα και καλύτερα αποτελέσματα θα επιτυγχάνονταν από την πραγματοποίηση μιας ριζοσπαστικής κριτικής των σωματείων και της επέκτασής της εξίσου στον επαναστατικό αναρχοσυνδικαλισμό. (8)
Οι εξεγερτικοί αναρχικοί δε μάχονται ενάντια στο να δουλεύει κανείς μέσα από τέτοιες δομές, αλλά για να φέρουν τη δική τους ριζοσπαστική αναρχική κριτική και ιδέες σε αυτές τις οργανώσεις, προκειμένου αυτές να ξεπεράσουν το ιστορικό τέλμα όπου οι περισσότερες αντίστοιχες οργανώσεις βρίσκονται. Εργάζονται για την οικοδόμηση ευρύτερων ταξικά δομών που δεν περιορίζονται στους αγώνες ενός εργασιακού χώρου ή μιας κοινότητας, αλλά είναι εκεί όπου οι άνθρωποι μάχονται για τα ζητήματα και τους αγώνες τους, όχι απλά αμυντικά. Ένα πιο σύγχρονο παράδειγμα τέτοιων οργανώσεων μπορούν να βρεθούν στο μοντέλο του“δικτύου αλληλεγγύης” που ξεπήδησε πρόσφατα όπου οι εργάτες πολέμησαν ενάντια στα αφεντικά και τους ιδιοκτήτες, συμμετείχαν όμως και σε αγώνες ενάντια στην αστυνομία και σε δράστες σεξουαλικών εγκλημάτων. (9)
Βάζοντας τους νεκρούς να ξεκουραστούν.
Συμπερασματικά, οι αναρχικοί θα έπρεπε να αναγνωρίσουν ότι οι υπαρκτές διαφορές μεταξύ των εξεγερτικών αναρχικών και άλλων ρευμάτων του αναρχισμού δεν έχουν το μέγεθος σχίσματος όπως συχνά περιγράφεται σε κάποιους κύκλους. Αυτά φαίνεται να απορρέουν από την άγνοια του εξεγερσιακού πλάνου είτε από τους υποστηρικτές είτε από τους αντιπάλους του, βασιζόμενα σε ιστορική σύγκριση με γνωστά αντίστοιχα ιστορικά ρεύματα. Ελπίζουμε ότι αυτή η εισαγωγή στις εξεγερτικές οργανωτικές μεθόδους για την επανάσταση, βοηθά στην αποσαφήνιση του πού υπάρχουν ομοιότητες και πού διαφορές, καθώς και στο γκρέμισμα διδεδομένων μύθων. Αντί να ταλαντεύεται μέσα σε μια διαρκή διαμάχη πάνω στην οργανωτική μορφή, μακάρι το αναρχικό κίνημα στο σύνολό του να αρχίσει να επικεντρώνει περισσότερο στους (αντι-)πολιτικούς στόχους και οράματα πάνω στα οποία συζητούν σήμερα οι επαναστάτες όλων των τάσεων.
Σημειώσεις.
-
– Crimethinc’s Say You Want An Insurrection?, Peter Gelderloos’ Insurrection vs. Organization, and Joe Black’s Anarchism, insurrections and insurrectionalism.
-
– Dissident #2 Postcript.
-
– A.M. Bonanno From Riot to Insurrection.
-
– A.M. Bonanno Looking Forward to Self-management.
-
– Coordinadora Informal Anarquista Vivir la Anarquía.
-
– Insurrection #4.
-
– Libcom.org Direct Unionism.
-
– A.M. Bonanno Critique of Syndicalist Methods.
-
– Libcom.org Solidarity Networks.
μετάφραση από: https://libcom.org/library/insurrectionary-anarchy-revolutionary-organization