Τα 200 χρόνια γίναν πλέον σταθμός στην διεξαγωγή της αστικής προπαγάνδας και του εθνικισμού, της εξύψωσης του καπιταλισμού και του κράτους, ως πλυντήριο της αστικής δημοκρατίας. Αναζητώντας το ιστορικό πλαίσιο μέσα από μαρτυρίες και ιστορικά στοιχεία απαλλαγμένα από εξουσιαστικές οριοθετήσεις/νοηματοδοτήσεις, εθνικές οικειοποιήσεις και θρησκευτικές φιοριτούρες με στρεβλή αναπαράσταση της πραγματικότητας, συγκρουόμαστε με τους μύθους τους.
Οι μύθοι Επίσημα από τους ιστορικούς μας φαίνεται ότι η Επανάσταση άρχισε ως δια μαγείας την 25η Μαρτίου, λες κι ο κόσμος παρέμενε αδρανής και περίμενε το “λάβαρο του Παλαιών Πατρών Γερμανού ή την εντολή της Φιλικής”. Μια κοινωνική επανάσταση δεν ξεσπά από την μια στιγμή στην άλλη με μια διαταγή κάποιου «φορέα» και δεν είναι μια ημερομηνία. Χρειάζονται βέβαια προεπαναστατικές συνθήκες πού ωριμάζουν σε μια πορεία χρόνου με μικροεξεγέρσεις. Δεν ελέγχεται κεντρικά γιατί αλλιώς δεν είναι τέτοια και βάζει άμεσα το «στρατηγικό» στόχο. Το τσαρούχι δεν ήξερε από λαϊκοδημοκρατίες, εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες, όπως θέλουν να λένε οι κομματικοί εγκέφαλοι, γιατί έτσι μόνο μπορούν να έχουν τον έλεγχο κάθε στιγμή (βλέπε εξουσιάζουν) του λαϊκού κινήματος. Η 25η Μαρτίου έχει καταντήσει μια γιορτή, που χρησιμοποιείται από το κράτος σε μια προσπάθεια να οικειοποιηθεί και να εκμεταλλευτεί το ’21. Εξωραϊζει γνωστές φιγούρες της εκμεταλλεύτριας τάξης της εποχής, ακριβώς επειδή υπάρχουν τα σημερινά αντίστοιχά τους, κι έτσι έχουμε: το παπά πού υψώνει το λάβαρο, τον αγωνιστή καλαμαρά (Φαναριώτη), την ηρωική πλοιοκτήτρια Μπουμπουλίνα, τους οργανωμένους αγωνιστές έμπορους και γουναράδες Φιλικούς, τους τσιφλικάδες προύχοντες που έκαναν, λέει, Εθνοσυνέλευση για να μεθοδεύσουν τον αγώνα. Κατά παραχώρηση, κοντά σ’ αυτά τα ιερά τέρατα αναφέρονται ο Μακρυγιάννης, ο Καραϊσκάκης, ο Διάκος κ.λ.π. Σαν φτωχός συγγενής δε παρουσιάζεται ο λαός. Το λάβαρο του Παλαιών Πατρών Γερμανού είναι ψέμα μαγειρεμένο από την μετά την επανάσταση άρχουσα τάξη. Στην Μονή Αγίας Λαύρας, όχι μόνο δεν υψώθηκε κανένα λάβαρο, αλλά εκεί εκδηλώθηκε η λυσσαλέα προσπάθεια των Επισκόπων και των προεστών να πνίξουν την επανάσταση. Γι’ αυτό οι κλέφτες της περιοχής έστειλαν στο μοναστήρι επιτημητικό έγγραφο. Από έγγραφο του Γενικού Αρχείου του Κράτους, πού δημοσίευσε ο Πρωτοψάλτης, προκύπτει ότι το 1851 για πρώτη φορά γίνεται λόγος για λάβαρο, και αυτό μάλιστα δεν ήταν της Αγίας Λαύρας. Η έναρξη της επανάστασης δεν έγινε την 25η Μάρτη στην Αγία Λαύρα. Ο εορτασμός αυτός καθιερώθηκε το 1838 επί Όθωνα. Ο καθηγητής Βασίλης Κρεμμυδάς καταγράφει ότι μια γαλλική εφημερίδα της εποχής δημοσίευε ένα κείμενο του Π.Π.Γερμανού στο οποίο τονίζεται η θρησκευτικότητα του ξεσηκωμού των Ελλήνων, το οποίο υποτίθεται έγινε ενώπιον του κλήρου και πιστών σε έναν ιερό τόπο και σε μια χρονική στιγμή που κανείς άλλος δεν είχε κηρύξει την επανάσταση. Η δημοσίευση αυτού του κειμένου στη γαλλική εφημερίδα εξυπηρετούσε τον Π.Π.Γερμανό και διευκόλυνε τις πολιτικές του επιδιώξεις. Από την άλλη η Γαλλία θα αποκόμιζε κι αυτή τα οφέλη της αφού η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη θα πληροφορούνταν ότι ο Π.Π.Γερμανός ήταν «δικός τους». Οι πρωταγωνιστές αυτής της υπόθεσης, το γαλλικό προξενείο Πατρών και ο Π.Π.Γερμανός βρίσκονταν σε μειονεκτική θέση ως προς τις νέες σχέσεις που διαμορφώνονταν. Η γαλλική εμπορική παρουσία στην περιοχή είχε εξασθενίσει και ο Π.Π.Γερμανός δεν θα είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στις εξελίξεις που θα ακολουθούσαν. Έτσι επινοήθηκε αρχικά αυτή η ιστορία για να εξυπηρετηθούν αμοιβαία οι Γάλλοι και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός. Η επανάσταση ξεκίνησε στις 22 Φεβρουαρίου 1821 στη Μολδοβλαχία και πιο συγκεκριμένα στη μονή Γαλατά έξω από το Ιάσιο. Λόγω της συνθήκης Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, στις παραδουνάβιες ηγεμονίες δεν υπήρχε οθωμανικός στρατός και οι ηγεμόνες της περιοχής ήταν έλληνες φαναριώτες, οπότε κρίθηκαν ευνοϊκές οι συνθήκες για την έναρξη της επανάστασης. Παρ’ όλα αυτά η εξέγερση εκεί απέτυχε αλλά επιτάχυνε την εξάπλωση της στον ελλαδικό χώρο, αφού οθωμανικά στρατεύματα διασπάστηκαν από την κεντρική Ελλάδα και την Πελοπόννησο για να καταστείλουν την εξέγερση στη Μολδοβλαχία. Μετά την αποτυχία αυτής της εξέγερσης η επανάσταση ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο στα μέσα Μαρτίου. Η Επανάσταση εξαπλώθηκε αστραπιαία: πρώτος, σήκωσε τη σημαία της Επανάστασης ο τσαγκάρης Π. Καρατζάς στην Πάτρα στις 21 Μάρτη, ο οποίος τον Σεπτέμβρη του ίδιου έτους δολοφονήθηκε από τους Κοτζαμπάσηδες. Οι πρόκριτοι της Αχαΐας (Ζαΐμης, Λόντος κ.ά.) μαζί με τον Π. Π. Γερμανό εισήλθαν στην πόλη 3 ημέρες αργότερα και συγκροτώντας το Αχαϊκόν Διευθυντήριον επιχείρησαν να συγκεντρώσουν στα χέρια τους όλες τις εξουσίες. Εως τις 31 Μάρτη οι Τούρκοι είχαν περιοριστεί στην Τριπολιτσά και λίγα φρούρια. Στις 24 Μάρτη ξεκίνησε και η Επανάσταση στη Ρούμελη. Στις περιοχές όπου δε στερεώθηκε η Επανάσταση, καταλυτικό ρόλο έπαιξε η παθητική (άρνηση υποστήριξης) ή ενεργή (άμεση συνδρομή των οθωμανικών αρχών) αντεπαναστατική στάση προκρίτων και Εκκλησίας. Με αφορμή την επέτειο της Επανάστασης του 1821, οι προπαγανδιστικοι μηχανισμοί του κράτους προβάλουν την αστική ιδεολογία, που πυρήνας της είναι να παρουσιάζει τα καπιταλιστικά συμφέροντα ως κοινά για όλο το λαό. Η αστική γραμμή για την προβολή των μηνυμάτων του 1821 στο σήμερα ήταν η εξάλειψη των ταξικών διαφορών μέσα στο έθνος – κράτος, στη συνεργασία των διαφορετικών εθνών – κρατών στην Ευρώπη, παγκόσμια. Η κυρίαρχη εκδοχή της ιστορίας αλλά και η συγκεκριμένη συνθήκη που ζούμε σήμερα επιτάσσει να μάθουμε πως το έθνος μας πολεμάει γενναία τον προαιώνιο εχθρό (που τυχαίνει να είναι και ο μόνος που βασανίζει, δολοφονεί κλπ) που ακούει στο όνομα Τουρκία,πως η επανάσταση έγινε απ’ όλους τους Έλληνες και να ξεχάσουμε τις ταξικές και κοινωνικές της προεκτάσεις. Σε όλα τα σχολικά εγχειρίδια δίνεται βάρος κυρίως στα σημεία που θα αφυπνίσουν το εθνικό συναίσθημα. Και η “επίσημη” ιστορία αποκρύπτει, ή δίνει ελάχιστη σημασία σε γεγονότα που δεν εξυπηρετούν τους μύθους του έθνους. Π.χ. δεν διαβάζουμε πουθενά, για την Ελληνοελληνική (ενδοεξουσιαστική στην ουσία) ναυμαχία του Πόρου το 1831, όταν ο Μιαούλης πυρπολεί την αρμάδα του Κανάρη (φρεγάτα Ελλάς), ούτε για το Ελληνικό αίτημα προς τους Άγγλους το 1826, για να μας κάνουν προτεκτοράτο τους πριν καν γίνουμε κράτος, ούτε για την ιταλική καταγωγή του Καποδίστρια που λεγόταν Vittori (αυτό για όσους πιστεύουν ότι Έλληνας γεννιέσαι). Αλλά το κυριότερο, είναι κάτι πιο βαθύ. Στα σχολικά βιβλία (όπως και στην κυρίαρχη βιβλιογραφία), υπάρχει μία διαστρέβλωση, τόσο του χαρακτήρα της επανάστασης, όσο και όσων συμμετείχαν σ΄ αυτόν. Όπως για την εκκλησία, η οποία είχε ξεχωριστά προνόμια από την Πύλη και κατείχε τεράστιες εκτάσεις. Το γεγονός ότι γιορτάζουμε την έναρξη της επανάστασης του 1821 στις 25η Μαρτίου ενώ ήδη στις 23 Μάρτη του 1821 η Καλαμάτα και άλλα μέρη της Πελοποννήσου είχαν απελευθερωθεί από τους Τούρκους γιατί με διάταγμα του 1838, δηλαδή 13 χρόνια αργότερα, ορίσθηκε εθνική γιορτή η μέρα του Ευαγγελισμού για να ντύσουν την επανάσταση με θρησκευτικό μανδύα. Μαθαίνουμε ότι η Επανάσταση του 1821 πραγματοποιήθηκε από το «ενωμένο έθνος των Ελλήνων». ‘Ενα έθνος που βέβαια δεν είχε ακόμα κατασκευαστεί από τους “πλάστες” των αστικοδημοκρατικών εθνών-κρατών του 18ου και 19ου αιώνα και το οποίο συγκροτήθηκε μετά το 1830, από την κεντρική διοίκηση του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Μετά την απελευθέρωση από την οθωμανική αυτοκρατορία άνοιξε μια μακρά ιστορική περίοδος όπου κυριαρχούσαν εντάσεις, συγκρούσεις και ένοπλες συμπλοκές για τη μετεπαναστατική πολιτική οργάνωση. Η σύγκρουση αυτή εντάθηκε κατά την περίοδο της οθωνικής εξουσίας, όπου εκδηλώθηκαν σημαντικές εξεγέρσεις και επαναστάσεις. Είναι γεγονός πως ο αγώνας για την απελευθέρωση της χώρας από την τουρκική κυριαρχία, δεν εμπεριείχε τέτοιες πολιτικές τάσεις που να δίνουν ένα στίγμα και μια κατεύθυνση για τη μετεπαναστατική πολιτική και κοινωνική οργάνωση. Ο ελλαδικός χώρος ήταν γεμάτος με κοινότητες που διατηρούνταν καθ’ όλη τη μακρά χρονική περίοδο της τουρκοκρατίας με τα ιδιαίτερα τοπικά χαρακτηριστικά τους (στην διοίκηση, την οικονομία, τη δημοσιονομική διαχείριση, την εκπαίδευση, τη δικαιοσύνη). Στην πραγματικότητα όμως, τα αίτια της ήταν ταξικά και αποτέλεσε ένα ξέσπασμα των καταπιεσμένων της εποχής ενάντια στο φεουδαρχικό καθεστώς της οθωμανικής εξουσίας, μια γενική εξέγερση των εκμεταλλευομένων κοινωνικών τάξεων.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία
Από τις αρχές του 19ου αιώνα, η ενότητα των εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αρχίζει να αμφισβητείται στην πράξη από τους υπόδουλους πληθυσμούς. Μεταξύ 1804 και 1815 εκδηλώνονται δύο συνδεόμενες εξεγέρσεις στην Σερβία που έχουν ως αποτέλεσμα η επαρχία να αποκτήσει μεγαλύτερη αυτονομία στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μετά την επιτυχή έκβαση των εξεγέρσεων και την εμπλοκή των Μεγάλων Δυνάμεων, παραχωρούνται μια σειρά από δικαιώματα στον σέρβικο πληθυσμό όπως το δικαίωμα να εισπράττουν οι ίδιοι τους φόρους τους και το δικαίωμα να κρατούν όπλα και να σχηματίζουν τις δικές τους πολιτοφυλακές. Η κατάκτηση της ημιαυτονομίας στην Σερβία δίνει ώθηση και στις ελληνικές επαρχίες για την εκδήλωση της επανάστασης. Η Οθωμανική αυτοκρατορία ως κοινωνικός σχηματισμός έχει εντελώς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που διαφέρουν κατά πολύ από τους αντίστοιχους φεουδαρχικούς στην υπόλοιπη Ευρώπη. Το οθωμανικό κράτος ήταν μια αυστηρά συγκεντρωτική γραφειοκρατική μηχανή γύρω από μια οικογένεια – γένος τους οσμανλήδες τούρκους. Με κέντρο το σουλτάνο έχει δομηθεί μια πολυάριθμη κάστα γραφειοκρατών που ωστόσο αντλούν τα προνόμιά τους όχι από τη γη που κατέχουν, αλλά από την εύνοια του σουλτάνου. Αυτοί βρίσκονταν εντελώς απρόσιτοι από τους υπηκόους τους (χαρακτηριστικά η επίσημη κρατική γλώσσα ήταν ακατάληπτη ακόμη και για τους περισσότερους τούρκους). Από το παλάτι ξεκινάει ένα αυστηρό διοικητικό πλέγμα κάθετο και οριζόντιο. Στους κόλπους της οθωμανικής αυτοκρατορίας έχουν αρχίσει να μορφοποιούνται τα τμήματα του πληθυσμού που θα αποτελέσουν τις διάδοχες αστικές τάξεις. Ακριβώς εξαιτίας της δομής της αυτοκρατορίας δεν είναι τούρκικη αυτή η αστική τάξη, αλλά ελληνική, εβραϊκή, αρμένικη, κλπ. Από αυτές πιο οικονομικά εύρωστη, πιο συγκροτημένη και πιο συνειδητοποιημένη είναι η ελληνική αστική τάξη. Ο τρόπος γέννησής της, της προσδίδει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Καταρχήν το κεφάλαιό της προέρχεται κυρίως από το εμπόριο και τις τραπεζικές συναλλαγές. Στο τέλος του 17ου αιώνα κατορθώνει να γίνει η κυρίαρχη ναυτική δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο. Αυτό που την διαφοροποιεί από τις υπόλοιπες αστικές τάξεις είναι πως σε αντίθεση με το τεράστιο γεωγραφικό εύρος των κεφαλαίων της στερείται μια σταθερή έδρα. Η Αυτοκρατορία δομημένη κάθετα, ξεκινά από το παλάτι και φτάνει μέχρι το τελευταίο χωριό σε μια πυραμίδα υψηλών μεσαίων και χαμηλών αξιωματούχων. Το οριζόντιο αφορά την διευθέτηση των υπηκόων σε μιλέτια (ορθόδοξο, αρμένικο, εβραϊκό) όπου το καθένα συγκροτεί μια δική του διοικητική πυραμίδα. Η πολύπλοκη αυτή διοίκηση εξασφαλίζει στον εκάστοτε σουλτάνο την είσπραξη των φόρων, τη στρατολόγηση για τους διαρκείς πολέμους της αυτοκρατορίας και τη διατήρηση της εσωτερικής ειρήνης. Από νωρίς η σουλτανική εξουσία αναγνώρισε πόσο αναγκαία χρήσιμα τής ήταν για τη παγίωση της κυριαρχίας της, τόσο ο χειραγωγικός και κατασταλτικός ρόλος της εκκλησίας, όσο και ο γραφειοκρατικός της μηχανισμός, και η παραχώρηση των περίφημων προνομίων δεν ήταν παρά το αντάλλαγμα για την παροχή των άνωθεν υπηρεσιών της προς το σουλτάνο. Έτσι η εκκλησία έδρασε σε συνεργασία με τον κατακτητή για να εκμεταλλεύεται πολιτικά και οικονομικά τους υποτελείς της. Γενικά δεν ήταν ο τούρκος αγάς αυτός που ερχόταν σε άμεση επαφή με τον αγρότη, όσο ο χριστιανός προύχοντας κι ο δεσπότης, που με το να είναι υποχείρια της τούρκικης εξουσίας, έγδυναν με χίλιους τρόπους το ραγιά δουλευτή.
Κοινωνικές ομάδες και τάξεις Οι κοτζαμπάσηδες, ή προεστοί, ή πρόκριτοι, ή προύχοντες ήταν ελληνόφωνοι χριστιανοί, οι οποίοι στελέχωναν το κατώτερο τμήμα της οθωμανικής διοικητικής ιεραρχίας, με ιστορικά διαμορφωμένες ιδιαιτερότητες από περιοχή σε περιοχή. Την επαύριο της κατάκτησης της ενετοκρατούμενης Πελοποννήσου από τους Οθωμανούς (αρχές 18ου αιώνα) οι Ελληνες κοτζαμπάσηδες έλαβαν αυξημένα προνόμια ως επιβράβευση για τη μη-προβολή αντίστασης. Μεταξύ άλλων ήταν υπεύθυνοι για τη διαχείριση της κοινοτικής περιουσίας, για την απονομή δικαιοσύνης σε μια σειρά θέματα, για την είσπραξη των φόρων και βεβαίως για την καταστολή των χωρικών στις υπ’ ευθύνη τους περιοχές. Μετείχαν με άλλα λόγια στην εκμετάλλευση και καταπίεση των ομοεθνών τους, γεγονός που σε μεγάλο βαθμό τους εξίσωνε στη συνείδηση των μαζών με την οθωμανική εξουσία: «Οι κοτζαμπάσηδες ήσαν περισσότερο μισητοί κι απ’ αυτούς ακόμα τους Τούρκους, πέρα απο πλούσιοι μεγαλογαιοκτήμονες, ήταν ταυτόχρονα και οι τοπικοί μεγαλέμποροι του εξεμπορικευόμενου τμήματος της αγροτικής παραγωγής και ταυτόχρονα δανειστές, τοκογλύφοι και μεσίτες της επαρχίας τους. Όταν η επανάσταση ήταν στην αρχή της οι κοτζαμπάσηδες και οι επίσκοποι την χτύπησαν με κάθε μέσο. Βοήθησαν τους Τούρκους στον μεγάλο διωγμό των κλεφτών που έγινε εκείνα τα χρόνια και συνεργάστηκαν στην εξόντωση των Πετμεζαίων. Κουμανιωταίων, Κολοκοτρωναίων και των Πλαπουταίων.” Από τους Οθωμανούς πασάδες, τους Έλληνες προκρίτους και ιεράρχες υπέφεραν κατά περιόδους όλοι οι ραγιάδες ανεξαιρέτως, Οι κοτζαμπάσηδες, οι πλούσιοι χριστιανοί του ελλαδικού χώρου, ουσιαστικά είχαν τον ρόλο του τοπικού τοποτηρητή της αυτοκρατορίας. Ήταν αυτοί που εισέπρατταν τους φόρους για λογαριασμό της αυτοκρατορίας και μάλιστα προσαυξημένους πολλές φορές προς ίδιον όφελος. Οι προύχοντες αυτοί ήταν συνήθως μεγαλοτσιφλικάδες ή πλοιοκτήτες στις περιπτώσεις των νησιών και άρα πολύ πλουσιότεροι και ισχυρότεροι πολιτικά από τους περισσότερους μουσουλμάνους που ζούσαν στις περιοχές τους.
Οι Αρματολοί ήταν ένοπλα όργανα της Οθωμανικής εξουσίας και αποτελούσαν τους μπάτσους της εποχής. Κυνηγούσαν ανελέητα όποιον τασσόταν κατά των αρχόντων και αρμοδιότητα τους ήταν η διασφάλιση της τάξης εντός των κοινοτήτων. Ήταν, δηλαδή, ένα κατασταλτικό σώμα στην υπηρεσία των προεστών.
Οι κλέφτες βρίσκονταν σε αντίθεση στις οθωμανικές αρχές και τους κοτζαμπάσηδες (χριστιανούς και μουσουλμάνους), κατέφευγαν στη παρανομία, στο βουνό, μακριά από την κατασταλτική δυνατότητα των οργάνων της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Παρότι τα κίνητρά τους δεν υπήρξαν πάντοτε τόσο εξευγενισμένα, όπως αποτυπώθηκαν στη λαϊκή παράδοση, ωστόσο η δράση τους κατά των «εχόντων και κατεχόντων» ασκούσε μια επιρροή στις καταπιεζόμενες μάζες. Παρόλα αυτά δεν αποτέλεσαν ποτέ κάποιο οργανωμένο αγροτικό κίνημα. Οι κλεφτες αποτελούν μια ιδιαίτερη ενσάρκωση των κοινωνικών αιτημάτων της επανάστασης. Το φαινόμενο που ονομάστηκε “κοινωνική ληστεία” (σε αντιδιαστολή με την κοινή ληστεία, την “ατομική”) ολόκληρο τον 19ο αι. ήταν τόσο πλατιά διαδεδομένο σε διάφορα μέρη του κόσμου, ώστε διάφοροι σύγχρονοι ιστορικοί να ονομάσουν την εποχή “αιώνα της κοινωνικής ληστείας”. Ειδικά σε κάποια σημεία της Μεσογειακής Λεκάνης πήρε τέτοια έκταση ώστε καθόριζε απόλυτα την πολιτική και κοινωνική ζωή του τόπου. (Κορσική, Σικελία, Κρήτη, Αλβανία-Ήπειρος, Μοριάς, Ιωνικά Παράλια). Όσοι δεν δέχονταν την καταπίεση και την αυταρχικότητα της κεντρικής ή της τοπικής εξουσίας καταφεύγουν στα βουνά συγκροτώντας ένοπλα σώματα. Ορίζουν τα βουνά και από εκεί αναλαμβάνουν ένοπλο αγώνα ενάντια της εξουσίας. Συχνά πρόκειται για εμπειροπόλεμους άντρες ή και επαγγελματίες στρατιώτες, που ατομικά ή ομαδικά λιποταχτούν και ορίζουν τα βουνά για λημέρι τους. Τον ορεινό όγκο τον ελέγχουν πλήρως και ζουν ακριβώς από τον έλεγχό του, φορολογώντας τις οδούς και τα ορεινά περάσματα, ή πλιατσικολογώντας τα καραβάνια ή τις πεδινές περιοχές. Οι “κοινωνικοί ληστές” διατηρούσαν άρρηκτες σχέσεις με τον αγροτικό πληθυσμό της περιοχής από τον οποίον άλλωστε προέρχονταν. Συχνά αποτελούσαν το ένοπλο σώμα του αγροτικού πληθυσμού που τον προστάτευαν από τις αυθαιρεσίες της εξουσίας και πολλές φορές βρέθηκαν να υποκινούν τοπικές αγροτικές εξεγέρσεις.
Από το τέλος του 18ου αιώνα έως τις αρχές του 19ου εδραιώνεται σταδιακά η μισθωτή εργασία και σχηματοποιούνται οι νέες μορφές ταξικής εκμετάλλευσης. Η καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας εμφανίστηκε στα βιοτεχνικά-βιομηχανικά κέντρα και την ναυτιλία όπου το κεφάλαιο σταδιακά συσσωρεύεται και δημιουργούνται οι προϋποθέσεις χωρισμού του από την εργασία. Έτσι λοιπόν, πριν το ξέσπασμα της επανάστασης του 1821, ξεπρόβαλε στον ελλαδικό χώρο και η πρώιμη εργατική τάξη μέσα από την ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Η εργατική τάξη της εποχής αποτελείται κυρίως από τεχνίτες-εργάτες, ναυτεργάτες και εργάτες γης που παύουν να παράγουν για τον εαυτό τους και η εργασία τους αγοράζεται πλέον από το κεφάλαιο σαν εμπόρευμα. Οι ανεξάρτητοι παραγωγοί των συντεχνιών μετατρέπονται σε ιδιόκτητους εργάτες και περνούν στην υπηρεσία των καπιταλιστών εμπόρων και βιοτεχνών. Στο ίδιο πλαίσιο ξεσπούν και οι πρώτοι εργατικοί αγώνες. Αρχικά, με επίκεντρο τα Αμπελάκια ενάντια στην εισαγωγή μηχανών. Οι κινητοποιήσεις αυτές συμπλέουν χρονικά με το αγγλικό λουδίτικο κίνημα και έχουν ταυτόσημο περιεχόμενο. Οι εργατικές αντιδράσεις αφορούν τις μισθολογικές επιπτώσεις λόγω της μείωσης της εργασίας από τον χρησιμοποίηση των μηχανών. Αργότερα, το 1818, υπογράφεται η πρώτη συλλογική σύμβαση εργασίας μεταξύ των εφοπλιστών και των ναυτεργατών της Ύδρας. Είναι μια περίοδος ανάπτυξης της εργατικής τάξης που συνοδεύεται από αγώνες και άγρια καπιταλιστική εκμετάλλευση που συντελούνται σε ένα πολύ εμβρυακό και προκαπιταλιστικό στάδιο. Η εργατική τάξη είναι αδιαμόρφωτη, ασυγκρότητη και δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστική η συμβολή της στις επαναστατικές διεργασίες των καιρών.
Η εκκλησία και ο αντεπαναστατικός της ρόλος Ο ρόλος και η στάση της εκκλησίας δεν ήταν ενιαίος και συγκεκριμένος. Ανώτεροι εκκλησιαστικοί κύκλοι ήταν κατά και κάποιοι κυρίως απλοί κληρικοί υπέρ της επανάστασης. Αμέσως μετά την ‘αλωση της Κωνσταντινούπολης ο Σουλτάνος, όχι μόνο διατήρησε λίγο-πολύ, αλλά και αναβάθμισε εν μέρει τα οικονομικά – διοικητικά προνόμια του Πατριαρχείου. Ως επικεφαλής του μιλιέτ (θρησκευτική κοινότητα) των Ρουμ (των Ρωμαίων, χριστιανών υπηκόων της αυτοκρατορίας), η Εκκλησία κατέστη αναπόσπαστο τμήμα των οθωμανικών φεουδαρχικών δομών εξουσίας, επιφορτισμένη με συγκεκριμένα διοικητικά καθήκοντα, εξουσίες και αρμοδιότητες. Οι ανώτεροι εκκλησιαστικοί κύκλοι ήταν κατά της επανάστασης. Όπως γράφουν στον αφορισμό αυτής : “επειδή οι επαναστάτες «θέλουν να διαταράξουν την άνεση και ησυχία των ομογενών μας πιστών ραγιάδων της πανίσχυρης βασιλείας, κάτω από την προστασία της οποίας απολαμβάνουν τόσα προνόμια ελευθερίας, όσα δεν απολαμβάνει κανένα άλλο υποτελές έθνος … Να διακηρύττετε παντού την απάτην αυτών των κακόβουλων ανθρώπων και να τους στηλιτεύετε παντού ως κοινούς κακοποιούς και καταστροφείς, επειδή ενεργούν όπως δεν ταιριάζει στον χαρακτήρα του ραγιά.” Η διαφθορά, ο κυνισμός, η λατρεία του χρήματος θα οδηγήσουν τον ανώτερο κλήρο σε ένα όργιο φατριασμών, αρπαγών και αθλιοτήτων. Αναρρίχηση στον πατριαρχικό θρόνο δεν γινόταν χωρίς άφθονο χρυσό για εξαγορά της σουλτανικής εξουσίας και χωρίς ραδιουργία για υπονόμευση των κορυφαίων του ιερατείου. Στις μηχανορραφίες υπήρχε πλούσια παράδοση από το Βυζάντιο. Το χρήμα για τη συναλλαγή εξασφαλιζόταν με δάνεια από “τούρκους μποσταντζήδες και καπιτζιμπασήδες, έλληνες γουναράδες και χασάπηδες και από εβραίους, αρμένιους και φράγκους σαράφηδες”. Και η αποπληρωμή γινόταν με άγρια φορολόγηση και καταπίεση του ποιμνίου. Η άπληστη συμπεριφορά των ρασοφόρων προκαλούσε την αγανάκτηση ακόμα και πασάδων, γιατί όξυνε επικίνδυνα τον κοινωνικό ανταγωνισμό, αναγκάζοντάς τους να εμφανίζουν το διαλλακτικό τους προσωπείο και να αναλαμβάνουν συμβιβαστικό ρόλο προκειμένου να αποτρέψουν ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Θα κυνηγήσει τους πρωτοπόρους του διαφωτισμού —εκπροσώπους μιας ανερχόμενης τάξης, της αστικής, που απειλούσε την παντοδυναμία του κλήρου και των φεουδαρχών, σε όλη την Ευρώπη, διεκδικώντας μερίδιο στη διαχείριση της κυριαρχίας— με πατριαρχική εγκύκλιο που έβγαλε το 1798, απειλώντας όσους διαβάζουν τα βιβλία τους με το πυρ το εξώτερον, και υποστηρίζοντας πως ο Βολταίρος είναι «ψεύτης, συκοφάντης, γελοιαστής, χλευαστής, απατεών, κόλαξ, φαυλοβιώτατος, εμπαθέστατος, ασελγέστατος». Η αντεπαναστατική δραστηριότητα της Εκκλησίας συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Ενδεικτικά αναφέρουμε το Δεσπότη Λαρίσης (που, σύμφωνα με τον Ανθιμο Γαζή, όργωσε το 1821 την επαρχία της Θεσσαλίας, προκειμένου να μη φύγουν οι αγρότες για το βουνό), τον Αρχιεπίσκοπο Κρήτης (που το 1823 καλούσε τους επαναστατημένους να παρατήσουν τα όπλα, να ζητήσουν συγχώρεση και να δηλώσουν υποταγή), τη στάση των αγιορειτών μοναχών (στην οποία οφείλεται εν μέρει και η ήττα της Επανάστασης στη Μακεδονία) και βεβαίως την αποστολή -εκ μέρους του Πατριάρχη- των Αρχιεπισκόπων Ιωαννίνων, Λαρίσης, Νικαίας και Χαλκιδικής στη Μεσσηνία το Μάη του 1828 με σκοπό να συνετίσουν τους επαναστατηθέντες όπως «επανέλθη ο τόπος υπό την ευεργετικήν χείρα του κραταιοτάτου Σουλτάνου». Βεβαίως, όπως προαναφέραμε, η στάση αυτή δεν υπήρξε ενιαία. Σημαντικό μέρος, κυρίως του κατώτερου κλήρου, δε συντάχθηκε με τη γραμμή του Πατριαρχείου, μετέχοντας ενεργά στην Επανάσταση. Μαζί τους και μια σειρά μεσαίοι κληρικοί, όπως οι Φιλικοί Ανθιμος Γαζής και Γρηγόριος (Δικαίος) Παπαφλέσσας, ο Θεόκλητος Φαρμακίδης κ.ά. Οι λίγοι έγγαμοι παπάδες των χωριών, που στάθηκαν αλληλέγγυοι κατά τη διάρκεια της οθωμανοκρατίας στους φτωχούς ραγιάδες και συμμετείχαν ενεργά στους αγώνες τους και στην επανάσταση του 1821, αρνούμενοι στην ουσία το ιερατικό τους σχήμα, θ’ αποτελέσουν και το διάτρητο αντιστασιακό άλλοθι μιας εξουσιαστικής κάστας που: καταπιέζοντας κι εκμεταλλευόμενη τον φτωχό χριστιανικό πληθυσμό, συκοφαντώντας και καταδιώκοντας τους εμφορούμενους από αντιτιθέμενες ιδέες (δημοκρατικές, νεωτεριστικές) και απελευθερωτικές και ανατρεπτικές απόψεις, και συμμετέχοντας (με τους οθωμανούς εξουσιαστές και τις υπόλοιπες χριστιανικές ηγετικές ομάδες) στην καταστολή κάθε εξεγερτικής απόπειρας των καταπιεσμένων, θ’ αποτελέσει τον σημαντικότερο παράγοντα διατήρησης για αιώνες, της οθωμανικής κυριαρχίας και του εκμεταλλευτικού της καθεστώτος στον «ελλαδικό χώρο».
Ρήγας Φεραίος
Η Επανάσταση του 1821 εκδηλώθηκε όταν στη Γαλλία είχε ήδη ηττηθεί ο Ναπολέων (1815) και στην Ευρώπη είχε συγκροτηθεί η Ιερά Συμμαχία, η οποία αντιμετώπιζε εν πολλοίς με καχυποψία έως και ανοιχτή καταστολή όλα τα ανάλογα πολιτικά – επαναστατικά κινήματα που ξέσπασαν τη δοσμένη περίοδο. Τα κοινωνικά και ταξικά σημεία της ήταν και ο λόγος του ξεσηκωμού όλων των συμμετεχόντων. Στο Σύνταγμα του ο Ρήγας προέβλεπε την ίδρυση μιας ομοσπονδίας χωρίς τους Τούρκους δυνάστες και χωρίς τους χριστιανούς πασάδες, δηλαδή τον Πατριάρχη, τους δουλοπρεπείς επισκόπους και όλους εκείνους, που ευημερούσαν με τη συνεργασία τους με την οθωμανική εξουσία. Ο Ομόσπονδος αυτός χώρος, μολονότι θα περιλάμβανε ανθρώπους από διαφορετικές φυλές, με διαφορετικές γλώσσες και διαφορετικές θρησκείες, θα ήταν ένα και αδιαίρετο. Όλοι, ακόμη και οι μουσουλμάνοι, θα είχαν ίσα δικαιώματα. Από τη Χάρτα του Ρήγα, που είναι σχεδόν αντίγραφο της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, διαβάζουμε : “Όλοι οι άνθρωποι,Χριστιανοί και Τούρκοι,κατά φυσικόν λόγον είναι ίσοι…Ο Βούλγαρος πρέπει να κινείται όταν πάσχει ο Έλλην και τούτος πάλιν δι’εκείνον και αμφότεροι δια τον Αλβανόν ή Βλάχον”……. “…ο λαός μόνον ημπορεί να προστάζει, και όχι ένα μέρος ανθρώπων ή μία πόλις και ημπορεί να προστάζει δι’ όλα, χωρίς κανένα εμπόδιον”.
Ο Ρήγας οραματίζεται μια βαλκανική ομοσπονδία του δικαίου, όπου θα ευημερούν όλοι, ανεξαρτήτως έθνους και θρησκείας, αφού αποτινάξουν τους τυράννους του σουλτάνου. Ο Ανώνυμος της Ελληνικής Νομαρχίας στοχοθετεί ευθέως τους πρόκριτους που δυναστεύουν το λαό το ίδιο με τους τούρκους και το μηχανισμό της εκκλησίας που τον κρατάει στην αμάθεια. Αυτός είναι και ο λόγος που η εκκλησία πολέμησε τόσο σφόδρα τους έλληνες διαφωτιστές. Πραγματικά, οι μάχες που έδινε η εκκλησία δεν ήταν να χτίζει “κρυφά σχολειά” αλλά να κρατάει τον απόλυτο έλεγχο σε όσα εντελώς φανερά και ελεύθερα λειτουργούσαν.
“Βουλγάροι κι Αρβανήτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί,
Αράπηδες και άσπροι, με μια κοινήν ορμή,
Για την ελευθερίαν, να ζώσωμεν σπαθί,
πως είμαστ’ αντριωμένοι, παντού να ξακουσθή. Όσα απ’ την τυραννίαν, πήγαν στην ξενητιά
στον τόπον του καθ’ ένας, ας έλθη τώρα πιά.
Και όσοι του πολεμου, την τέχνην αγροικούν
Εδώ ας τρέξουν όλοι, τυρράνους να νικούν. Να σφάξουμε τους λύκους, που στον ζυγόν βαστούν,
και Χριστιανούς και Τούρκους, σκληρά τους τυραννούν.
Στεργιάς και του πελάγου, να λάμψη ο σταυρός,
και στην δικαιοσύνην, να σκύψη ο εχθρός. Ο κόσμος να γλυτώση, απ’ αύτην την πληγή,
κ’ ελεύθεροι να ζώμεν, αδέλφια εις την γη.”
Οι εξεγέρσεις στα νησιά
Εντονότερη ταξική χροιά υπήρχε στις εξεγέρσεις στον νησιώτικο χώρο. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι οι εκεί διεκδικήσεις είχαν χαρακτηριστικά σαφώς πιο ριζοσπαστικά από ότι στον ηπειρωτικό χώρο, απόρροια της ισχύουσας στα νησιά ιδιαίτερα ανισοβαρούς κατανομής της γης,η οποία βρισκόταν στα χέρια ελάχιστων γαιοκτημόνων,αλλά και διότι αυτά δεν συμπεριλαμβάνονταν στα σχέδια της αστικόφιλης Φιλικής Εταιρείας. Στην Ανδρο, με ηγέτη τον αγρότη Δ. Μπαλή, το λαϊκό κίνημα ήταν επηρεασμένο από τις αρχές της γαλλικής επανάστασης (στους λόγους του ο Μπαλής μιλούσε για κομμούνα), στη Σάμο με τον Λυκούργο Λογοθέτη και στη Χίο με τον αγρότη Μπουρνιά εφαρμόστηκε πρόγραμμα αντιφεουδαρχικό με διανομή της μεγάλης ιδιοκτησίας σε μικροκαλλιεργητές και ακτήμονες. Απόσπασμα της προκήρυξης του Δ. Μπαλή που απευθυνόταν στο λαό της Ανδρου: “Διατί και ημείς κατά την παρούσαν στιγμήν να μην αποτινάξωμεν όχι μόνον το ζυγόν των Τούρκων, αλλά και των αρχόντων; (…) Η γη ανήκει εις ημάς τους δουλευτάς της και όχι στους ολίγους Τουρκάρχοντας που τη νέμονται με το δικαίωμα του ισχυρότερου (…) θα δουλεύωμεν εις το εξής τα φέουδα όλοι μαζί και θα απολαμβάνει τον καρπόν των η κομμούνα μας και θα γίνεται δικαία μοιρασιά της σοδειάς εις όλους τους δουλευτάδες, ανάλογα με τον κόπον τους και την δούλευσίν τους”. Ο Ξάνθος στα απομνημονεύματα του λέει, “..ο λαός και οι καπιτάνοι επαναστάτησαντες υπεχρέωσαν τους προεστώντας να συγκατανεύσωσιν..”, ο Κολοκοτρώνης γράφει “..ο λαός είχε πάντοτε σκοπό να σκοτώση τους άρχοντες.. ” και ο γραμματέας του Οικονόμου, λέει ότι οι εξεγερμένοι ήταν “..αυτόκλητοι, αυτοχειροτόνητοι, άνευ τινός εντολής..” Και χρειάζεται προσπάθεια, για να μάθουμε για τις αγροτικές εξεγέρσεις, με σαφή τον κοινοκτημονικό τους χαρακτήρα, (π.χ. Πύργος 1822, Μαντούδι 1823, Άνδρος 1824), και για τις κοινωνικές αναταραχές που συνεχίστηκαν και μετά την ίδρυση του κράτους, κατά την απολυταρχία του Όθωνα (π.χ. Τήνος 1833 – κατάληψη της Χώρας – Μάνη 1834 – εξαιτίας της άρσης του δικαιώματος της οπλοφορίας- Λίμνη Εύβοιας 1834-καθαίρεση δημογερόντων, επιθέσεις και κάψιμο κρατικών κτιρίων- Σάμος 1836- εξαιτίας της βαριάς φορολογίας- Ερμούπολη 1839 – αφορμή ήταν ο νόμος για τα επιτηδεύματα -κλπ)>Στη Σάμο επίσης νωρίτερα, το 1808, κάτοικοι των χωριών του νησιού κατευθύνθηκαν προς τη χώρα με σκοπό τη δολοφονία του Μουσά Αγά που ευνοούσε και στήριζε τους προεστούς και τους κοτζαμπάσηδες. Σε απάντηση αυτού οι κοτζαμπάσηδες καλούν στρατό και εκτελούν δύο εξεγερμένους αγρότες. Το κίνημα των Καρμανιόλων για πολλά χρόνια αντιπαλεύει την σταδιακή εξόντωση που υφίσταται από τους ντόπιους ηγεμόνες μέσω αιματηρών συγκρούσεων, εξοριών, προστίμων, θανατικών ποινών. Μέσα σε αυτά τα χρόνια οι Καρμανιόλοι με τα διάφορα σκαμπανεβάσματα του κινήματος τους, βιώνουν άλλοτε νίκες και άλλοτε ήττες. Μια από τις πιο σημαντικές στιγμές είναι στις 17 Απριλίου 1821 όταν κηρύσσουν ένοπλη λαϊκή εξέγερση, καταλαμβάνουν δημόσια κτίρια, συλλαμβάνουν τους μουσουλμάνους ηγεμόνες και τους στέλνουν πίσω στη Μικρά Ασία ενώ οι πρόκριτοι και οι κοτζαμπάσηδες κυνηγημένοι καταφέρνουν να δραπετεύσουν. Οι Καρμανιόλοι εξέφραζαν κοινωνικά ζητήματα που έρχονταν σε αντίθεση με τους Κοτζαμπάσηδες και τους προεστούς του νησιού.
Η επανάσταση
Οπως σε όλες τις “αστικές” επαναστάσεις, έτσι και στην ελληνική του 1821, πήραν μέρος ως κινητήριες δυνάμεις οι πλατιές μάζες της αγροτιάς, καθώς και η μικρή ακόμα αριθμητικά εργατική τάξη (ναύτες, τεχνίτες κ.ά.). Ο μαζικός λαϊκός ηρωισμός, ακόμα και μεταξύ των αμάχων, η συλλογική δράση που έλαβε όλες τις μορφές πάλης -και κυρίως την ένοπλη- η αυτοθυσία, σφράγισαν τον πολυετή αγώνα, αφήνοντας πίσω διαχρονικά διδάγματα. Η επανάσταση του 1821 ξεκίνησε ως κοινωνική και ταξική επανάσταση ενάντια στην οθωμανική εξουσία, στους φεουδάρχες, τους κοτζαμπάσηδες. “…Οι λέγοντες ότι η Επανάσταση ήταν μόνον Εθνική, ή είναι αδιάβαστοι, ή δε μας λένε την αλήθεια. Σκοτώνοντας τους Τούρκους ήξερε ότι σκοτώνει το σύμμαχο των κοτζαμπάσηδων. Χωρίς τον αφανισμό πρώτα αυτουνού, δεν μπόραε να ξεπάτωνε τους άλλους. Το ότι σ’ αυτό η Επανάσταση γελάστηκε, δεν πάει να πει διόλου ότι τους εφείσθη. Θα τους πέρναε εν στόματι μαχαίρας. Το ότι νόμισε ότι για τούτο είχε καιρό, αυτό την έφαγε…Η Επανάσταση απότυχε…” Οι Βιοτέχνες, οι Έμποροι και οι Καραβοκυραίοι (οι ισχυροί του χρήματος) και οι φτωχοί αγρότες είναι οι τάξεις που είχαν διαφορετικούς λόγους η κάθε μία να επαναστατήσουν. Οι ισχυροί του χρήματος γιατί θέλαν δικό τους κράτος για να μπορούν να κάνουν ελεύθερα τις δοσοληψίες τους (οι νόμοι του Σουλτάνου ήταν απαρχαιωμένοι και εξυπηρετούσαν άλλες παραγωγικές σχέσεις) και γιατί είχαν συναίσθηση της δύναμής τους, είχαν χρήμα και καράβια να τα οπλίσουν με κανόνια. Οι Κοτζαμπάσηδες. οι Φαναριώτες και ο Κλήρος δεν είχαν καθόλου λόγους να επαναστατήσουν, ίσα-ίσα χτύπησαν με λύσσα την Επανάσταση. Όσο για τους φτωχούς αγρότες ήταν ζήτημα ζωής και ψωμιού και το μόνο όπλο ήταν το δίκιο τους. Αυτοί λοιπόν που βγήκαν πρώτοι στο κλαρί ήσαν τα πιο καταπιεσμένα και κατατρεγμένα στρώματα πολύ πριν το 1800. Όλα αυτά τα χρόνια και μέχρι το ’21 τα βουνά μας είχαν γεμίσει κλεφτουριά σαν αντίδραση στον Τούρκο ή τον Έλληνα μεγαλοτσιφλικά. Έχουμε μαρτυρία από τον Μακρυγιάννη ότι με τους Έλληνες κλέφτες πολεμούσαν κι αρκετοί φτωχοί Τούρκοι. Η επανάσταση του 1821 ήταν σύγκρουση με τον Οθωμανικό Δεσποτισμό και συνδέονταν με την απελευθέρωση. Όλοι οι Έλληνες δεν ήταν υπέρ της επανάστασης. Μάλιστα υπήρχαν Έλληνες που ήταν μέρος του Οθωμανικού Συστήματος εξουσίας. Στην επανάσταση του 1821 δεν πήραν μέρος μόνο ορθόδοξοι Χριστιανοί και Ελληνες το γένος. Οι επαναστάτες του 1821 δεν χωρίζανε το λαό σε Έλληνα και ξένο. Πήραν μέρος, κατ’ αρχήν, οι λεγόμενοι Φιλέλληνες, από το χώρο της Δυτικής Ευρώπης και είχαν ταξικά κίνητρα: να κυριαρχήσουν τα ιδανικά και οι σκοποί της μεγάλης (αστικής) Γαλλικής Επανάστασης, ανεξάρτητα από το ότι υπήρχε και ο θαυμασμός τους για την αρχαία παιδεία. Εκτός από τους Φιλέλληνες, ωστόσο, πήραν μέρος στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και Βλάχοι, Μολδαβοί, Βούλγαροι, Αλβανοί, Σέρβοι, Τσιγγάνοι, Ούγγροι, Πολωνοί και άλλοι. Στον ένοπλο αγώνα, όπου κατά τη φράση του Κολοκοτρώνη «η Γαλλική επανάστασις και ο Ναπολέων έκαμε, να ανοίξει τα μάτια του κόσμου», μετείχαν ποικίλων εθνικών προελεύσεων κάτοικοι του ευρύτερου γεωγραφικού χώρου, των οποίων η εθνική συνείδηση βρισκόταν εν πολλοίς στο στάδιο της διαμόρφωσης. Τόσο ο «Θούριος» του Ρήγα, με τις αναφορές του στο πλήθος των υπόδουλων στους Οθωμανούς εθνοτήτων, όσο και η καταγωγή αρκετών πρωταγωνιστών της Επανάστασης (Αρβανίτες –ελληνόφωνοι ή κι εξελληνισμένοι Αλβανοί – της Υδρας και των Σπετσών, Σουλιώτες, Βλάχοι, σλαβόφωνοι π.χ. Μπουμπουλίνα, Μπότσαρης, Ανδρούτσος κ.ά.) βεβαιώνουν “του λόγου το αληθές”. Ο Μοριάς και η Ρούμελη κατοικούνταν από πληθυσμούς με ρευστή και διαμορφούμενη εθνική συνείδηση (κυρίως αρβανίτες, αλλά και βλάχους, σλάβους, κλπ.) καθώς και από λαούς με διαφορετική εθνική συνείδηση (τούρκους, εβραίους, αρμένιους, κλπ). Όσον αφορά μάλιστα τη γλώσσα, ή τις διάφορες διαλέκτους καλύτερα, τα πράγματα είναι απόλυτα συγκεχυμένα. Οι πληθυσμοί αυτοί “ελληνοποιήθηκαν” μέσα από δυο διαφορετικούς δρόμους: την ορθόδοξη εκκλησία και τον ελληνικό διαφωτισμό. Η διαίρεση σύμφωνα με το θρήσκευμα (που άλλωστε ήταν θεσμοποιημένη στην αυτοκρατορία) έπαιξε τεράστιο ρόλο από την επανάσταση και αργότερα αφού ο “έλληνας” ταυτιζόταν με τον “ορθόδοξο χριστιανό”. Ο αστικός διαφωτισμός με τα ορμητικά του κηρύγματα, ταύτισε την ελληνοποίηση με πνευματική άνοδο όσο και με κοινωνική ανέλιξη. Όπως και να έχει, αυτοί οι ετερογενείς πληθυσμοί σήκωσαν όλο το βάρος της επανάστασης και του πολέμου, κάτω από τα φλογερά κηρύγματα των αστών διανοουμένων, προσδοκώντας όχι μόνο μια ανεξαρτησία από τον σουλτάνο, αλλά προσδοκώντας κοινωνικούς στόχους μέσα από αυτή τους τη συμμετοχή.
Οι ταξικές αντιθέσεις, το έθνος και η προβολή της εθνικής ενότητας
Η Ιστορία του ελληνικού κράτους από την ίδρυσή του έως σήμερα δεν είναι μια γενική ελληνική Ιστορία στην οποία εξισώνονται οι ταξικές διαφορές και ανισότητες, που το ίδιο μας διδάσκει και για το σήμερα. Αντίθετα, είναι Ιστορία που διαπερνάται από ισχυρές ταξικές αντιθέσεις, είναι Ιστορία «φιλικών» και «εχθρικών» ξένων δυνάμεων – κρατών που έχουν ως κίνητρο όχι την κοινή θρησκεία ή τη φιλομάθεια της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας ή της Ελληνιστικής, αλλά το δικό τους συμφέρον σε μια εποχή που ο πρώιμος καπιταλισμός εδραιωνόταν και επεκτεινόταν σε όλες τις ηπείρους της Γης, σάρωνε τα κατάλοιπα της φεουδαρχίας, αλλά και θωρακιζόταν απέναντι στη νέα αναπτυσσόμενη αντίπαλη τάξη, την εργατική. Η ταξικότητα, λοιπόν, διατρέχει την Ιστορία της ανθρωπότητας, της Ελλάδας και δεν σβήνει με την προβολή της εθνικής ενότητας ή γενικά μιας κοινωνικής κατηγορίας, του «έθνους», που έχει τα ιστορικά της όρια. Το έθνος-κράτος ό,τι περισσότερο είχε να δώσει, ήταν στην εποχή των αστικών επαναστάσεων και της συγκρότησης των κρατών, της ομογενοποίησης της αστικής εθνικής αγοράς, της ανάλογης συνείδησης, της ισχυροποίησης της εξουσίας, χωρίς να σβήνει τη διεθνοποίηση του κεφαλαίου, επομένως και την ανάγκη διεθνικών εξουσιαστικών μηχανισμών, ενώσεων κ.λπ. Το ελληνικό όπως και κάθε άλλο έθνος δεν προϋπήρχε αιώνια αυθύπαρκτο στα ανεξερεύνητα βάθη εκατομμυρίων χρόνων ιστορίας και οι ρίζες τους δεν χάνονται στους προπολιτισμικούς αιώνες. Αντίθετα είναι πρόσφατα δημιουργήματα των κοινωνιών και συγκροτήθηκαν από τους ισχυρούς μέσα σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό-πολιτικό πλαίσιο. Η επανάσταση του 1821 αποτέλεσε αργότερα το γενεσιουργικό αίτιο δημιουργίας του ελληνικού έθνους και όχι το ελληνικό έθνος (το οποίο δεν προϋπήρχε) κινητήρια δύναμη της επανάστασης. Στα προεπαναστατικά ελλαδικά εδάφη κυρίαρχη ήταν η λέξη “γένος”, ενώ αυτή του έθνους επιβλήθηκε πολύ αργότερα. Η επανάσταση του 21’ αναμφίβολα δεν ήταν “εθνική”, αλλά εξελίχθηκε ως τέτοια. Η συγκρότηση των αστικών κρατών είναι που οδηγεί στην δημιουργία του έθνους και όχι το αντίστροφο. Με βάση αυτό η επανάσταση του 1821 μπορεί να χαρακτηριστεί ως εθνογενετική και όχι εθνική, ως αστικοδημοκρατική και όχι «εθνικοαπελευθερωτική». Δεν ήταν μια επανάσταση του «έθνους», καθώς με την δημιουργία του πρώτου ελληνικού κράτους τότε είναι που διαπλάθεται και οικοδομείται η φαντασιακή πολιτική κοινότητα του ελληνικού έθνους.
Η εξέγερση του 1834 Το ότι η δημιουργία εθνικού κράτους δεν ήταν προαποφασισμένη πριν το ’21 μπορούμε να το αντιληφθούμε και από άλλους παράγοντες. To 1834, μικρές δυνάμεις παλιών αγωνιστών κηρύσσουν την επανάσταση στα Σουλιμοχώρια, με μια προκήρυξη στην οποία πρωτοεμφανίζονται με επιθετικό τρόπο κοινωνικές διεκδικήσεις στο ελληνικό κράτος, ενάντια στην καταπίεση, τη ληστρική φορολογία, την απουσία Συντάγματος, τις καταχρήσεις της εξουσίας και την εξαθλίωση του λαού, αλλά και θρησκευτικές, που αντανακλούσαν σ’ έναν βαθμό τη λαϊκή καχυποψία απέναντι στους Βαυαρούς. Η εξέγερση ξεκινά απ’ τον παλιό οπλαρχηγό της επανάστασης Ασημάκη Σεργιόπουλο, ενώ οι δυνάμεις των εξεγερμένων περνούν από χωριό σε χωριό, καταλύοντας τις τοπικές αρχές και παίρνοντας με το μέρος τους οπλισμένους χωρικούς. Οι εξεγερμένοι μπαίνουν την νύχτα στα χωριά και κρύβονται σε σπίτια συμπαθούντων, ενώ την άλλη μέρα ενώνονται με τις δυνάμεις των οπλαρχηγών που καταλαμβάνουν τα χωριά και καταλύουν τις κρατικές αρχές, Την Κυριακή 29 Ιούλη, οι δυνάμεις του Γκρίζαλη μπαίνουν στην Αρκαδιά (Κυπαρισσία), διοικητικό κέντρο της εποχής και απαγάγουν τον Νομάρχη, τον στρατιωτικό διοικητή και τον έφορο παίρνοντάς τους μαζί τους πίσω στα Σουλιμοχώρια. Στην Κυπαρισσία καταργούνται όλα τα κρατικά όργανα και αντικαθίστανται από μια αιρετή κι άμεσα ανακλητή επιτροπή. Το ίδιο σκηνικό αναφέρεται απ’ τον έπαρχο Ολυμπίας Λ. Κρεστενίτη για όλα τα χωριά της περιοχής. Ο Μητρο-Πέτροβας καταλαμβάνουν με τον Τζαμαλή την Μεσσήνη που εγκαταλείπουν άρον-άρον οι κυβερνητικοί. Οι Πλαπουταίοι με τον Ζερμπίνη αφού ταπείνωσαν δυνάμεις της χωροφυλακής στον Αλφειό, μπαίνουν στην Ανδρίτσαινα και συλλαμβάνουν τον μοίραρχο, ενώ μετά από εξέγερση των γύρω χωριών, περνάει στα χέρια των επαναστατών και η Μεγαλόπολη. Η Ανδρούσα πέφτει χωρίς αντίσταση, και λεηλατείται η έπαυλη του τοπικού δικαστή. Στον Ασλαναγά, οι κάτοικοι διώχνουν τα κυβερνητικά στρατεύματα και υποδέχονται τους εξεγερμένους. Στο Δερβούνι, στρατιώτες που είχαν σταλεί να πολιορκήσουν το χωριό, στρέφονται ενάντια στους αξιωματικούς τους και περνούν με το μέρος των εξεγερμένων που καταφθάνουν από παντού. Στις 4 Αυγούστου, οι κάτοικοι της Δημητσάνας παρακούν τις στρατιωτικές εντολές οχύρωσης της πόλης τους εναντίον των εξεγερμένων “που θα έρθουν και θα σας λεηλατήσουν το βιός και κυνηγούν τους τοπικούς άρχοντες μέχρι την Τρίπολη. Η Κυβέρνηση της αντιβασιλείας υπό την προεδρία του Κωλέττη κινήθηκε όμως αποτελεσματικά. Εξασφάλισε τα νώτα της, παραχωρώντας αμνηστεία στους Μανιάτες αντάρτες και προαγωγές στους Ρουμελιώτες, και απέλυσε τον Υπουργό Παιδείας Σχινά, που συγκέντρωνε τη λαϊκή δυσαρέσκεια και είχε “στοχοποιηθεί” απ’ την προκήρυξη των επαναστατών. Ταυτόχρονα, πέρασε στην επίθεση, κηρύσσοντας στρατιωτικό νόμο στην Μεσσηνία και σε περιοχές της χώρας όπου εκδηλωνόταν συμπάθεια προς την εξέγερση, και οχύρωσε την Τρίπολη. Οι οπλαρχηγοί της εξέγερσης επικηρύχθηκαν με το εντυπωσιακό για την εποχή ποσό των 30.000 δραχμών (μιας και το γενικά καταχρεωμένο ελλ. κράτος αποδεικνύεται διαχρονικά γενναιόδωρο ως προς τις επικηρύξεις του), και οι 2.000 κυρίως Γερμανοί μισθοφόροι του σ/χη Σμαλτς που συμμετείχαν στην καταστολή των Μανιατών μαζί με κυβερνητικούς (παρακρατικούς θα λέγαμε σήμερα) Μανιάτες και πρώην επαναστατημένους που αυτομόλησαν τσάκισαν τις δυνάμεις των Μητροπέτροβα και Τζαμαλή στην μάχη του Ασλάναγά που πυρπολήθηκε απ’ τους Γερμανούς, και των υπολοίπων οπλαρχηγών έξω απ’ την Μεγαλόπολη, ενώ τις επόμενες μέρες ακολούθησε ένα κύμα συλλήψεων και αντιποίνων. Οι Γκρίζαλης, Τζαμαλής και Μητρο-Πέτροβας καταδικάσθηκαν εις θάνατον σε έκτακτο στρατοδικείο στην Πύλο. Οι δυο πρώτοι εκτελέσθηκαν επί τόπου, ενώ η ποινή του τρίτου μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη, λόγω γήρατος. Οι υπόλοιποι καταδικάσθηκαν σε πολυετείς ποινές φυλάκισης. Η κυβέρνηση απαγορεύει την ταφή του σώματος του Γκρίζαλη, προς αποφυγίν επεισοδίων. Αργότερα, ο Όθωνας θα στείλει μια καμπάνια για την εκκλησία του χωριού του για να εξευμενίσει τους κατοίκους. Φαίνεται όμως πως η κοινωνική επανάσταση του 1834 άφησε τα ίχνη της στους αγώνες της περιοχής, ξεγυμνώνοντας για πάντα την εθνική μυθολογία που θέλει τη δημιουργία εθνικού κράτους, ευτυχή δικαίωση της επανάστασης του 1821. Την επόμενη χρονιά, οι κάτοικοι των χωριών της Μεγαλόπολης αρνήθηκαν να καταβάλουν φόρους κι έδιωξαν τους εφοριακούς. Στην Μεθώνη, βοσκοί επιτέθηκαν σε κυβερνητικούς και κατάφεραν να πιάσουν μάλιστα ομήρους και δυο στρατιώτες από απόσπασμα που στάλθηκε να τους συλλάβει. Άρνηση καταβολής φόρων κι επιθέσεις-απαλλοτριώσεις εφοριακών και συγκρούσεις με κυβερνητικά στρατεύματα είχαμε και την επόμενη χρονιά σε χωριά της περιοχής. Οι δυνάμεις του κράτους θα επιβληθούν ολοκληρωτικά, χρησιμοποιώντας την αποτυχημένη ανταρσία των οπλισμένων κατοίκων της περιοχής ως ακόμη ένα μέσο για την κοινωνική και οικονομική υποτίμησή τους, οδηγώντας ιστορικά πολλούς απ’ αυτούς στη φτώχεια και την μετανάστευση, στην μαύρη οικονομία κι άλλους, ακόμα χειρότερα, στο στρατό και τα σώματα ασφαλείας. Για την χαλιναγώγηση του ανατρεπτικού ονείρου των επαναστατών, την εκτροπή του κοινωνικού τους αγώνα, και την μετέπειτα κατασκευή “εθνικών ηρώων”, συντελέστηκαν με τους συνήθεις τρόπους (δολοφονίες, εξαγορές, βία, χορήγηση αξιωμάτων).
Το ’21 των αστών και το ’21 του λαού Δύο ήταν τα Εικοσιένα: Το ένα του λαού και των πιο προοδευτικών ανθρώπων εκείνου του καιρού, το άλλο των κοτζαμπάσηδων και των πολιτικάντηδων. Του πρώτου οι ρίζες αντλούνε τους χυμούς τους από τα «Δίκαια του ανθρώπου» του Ρήγα Βελεστινλή. Η προσχώρηση τελικά στην Επανάσταση ατόμων διαφορετικών τάξεων κατέστησε αναπόφευκτη την εντός αυτής σύγκρουση συμφερόντων,αιτία της οποίας ήταν και οι δύο εμφύλιες συρράξεις. Καθρέφτης των συγκρούσεων αυτών ήταν η συγκρότηση της Γερουσίας των Καλτετζών από τους πρόκριτους, σαν αντίβαρο στην εξουσία της Φιλικής Εταιρείας,άλλα και η ύπαρξη για ένα χρονικό διάστημα δύο κυβερνήσεων,οι οποίες εξέφραζαν διαφορετικά συμφέροντα (Τρίπολης, Κρανιδίου).Αυτοί που αποκλείστηκαν στην ουσία από τη λήψη αποφάσεων ήταν οι αγρότες και οι εργάτες, οι οποίοι επιθυμούσαν αναδιανομή της γης. Οι ανώτερες κοινωνικές τάξεις ήθελαν την οθωμανική κοινωνία χωρίς τους Τούρκους, οι στρατιωτικοί ήθελαν να δημιουργήσουν για τον εαυτό τους ανεξάρτητες σατραπείες και να γίνουν μικρογραφίες του Αλή-πασά, και τα χαμηλότερα στρώματα ήθελαν απλώς να βελτιώσουν τη θέση τους, να γλιτώσουν από τους φόρους, να γίνουν ιδιοκτήτες και να αυξήσουν την έκταση της γης που καλλιεργούσαν, και να ανέβουν υψηλότερα στην κοινωνική κλίμακα. Ανάμεσα στις φτωχότερες και στις πλουσιότερες τάξεις υπήρχε πάντοτε λανθάνουσα η σύγκρουση. Αλλά η σύγκρουση αυτή ποτέ δεν κατέληξε σε ανοιχτή αναμέτρηση κατά τα γεγονότα, που επακολούθησαν. Η φτωχολογιά, που δεν αποτελούσε μια ομοιόμορφη μάζα, δεν είχε δικούς της αρχηγούς και ούτε εμφανίστηκαν διανοούμενοι ή πολιτικοί να την καθοδηγήσουν σαν κοινωνική τάξη. Αρχηγοί της τελικά ήταν οι τοπικοί προύχοντες, που βρίσκονταν πολύ ψηλότερα στην κοινωνική κλίμακα και με τους οποίους την ένωναν οι περίπλοκοι δεσμοί της ελληνικής κοινωνίας.” Mόλις ξέσπασε η επανάσταση, ο λαός πρόσφερε ό,τι είχε και δεν είχε. Oι αγρότες τα ζώα τους και τα γεννήματά τους, οι τσοπαναραίοι και το τελευταίο τους πρόβατο, οι κοπέλες τις προίκες τους, οι γυναίκες τους άντρες τους, κι όλοι μαζί, χωριάτες και τσοπάνηδες, ναύτες και μικροτεχνίτες, άντρες και γυναίκες έδιναν το αίμα τους και τη ζωή τους για να λευτερωθεί ο τόπος από τον ξένο ζυγό. Στο μεγάλο αυτό σάλπισμα της λευτεριάς, οι αστοκοτζαμπάσηδες τί πρόσφεραν; Aφού αντιδράσανε στην κήρυξη της επανάστασης κι ύστερα αναγκάστηκαν να πάρουν μέρος θέλοντας και μη, όχι μόνο δεν άνοιξαν το παραφουσκωμένο πουγκί τους να δώσουν έστω κι ένα γρόσι για τον αγώνα, αλλά βουτήχτηκαν και μεταξύ τους ποιος θα πρωταρπάξει περισσότερα χτήματα απ’ αυτά που παράτησαν οι Tούρκοι. Kι όμως, τα χτήματα τούτα -πολλά κι αρκετά εύφορα- ονομάστηκαν «εθνικά» κι είχε αποφασιστεί να πουληθούνε και τα λεφτά να διατεθούν για τον αγώνα. Mα και η πράξη τούτη ήτανε, το πιο πολύ, μανούβρα των κοτζαμπάσηδων για να μη μοιραστούν τα χωράφια στο λαό, μα να τα πάρουν αυτοί για ένα κομμάτι ψωμί, αν δεν κατάφερναν να τα βουτήξουν με το ζόρι. Oι ζάμπλουτοι πάλι Kουντουριώτηδες κι άλλοι πλούσιοι καραβοκυραίοι, αφού εξόντωσαν τον αρχηγό των ναυτών, τον ανδρείο καπετάνιο Oικονόμου, που τους ανάγκασε να ‘ρθούνε με το ζόρι στην επανάσταση, ρίχτηκαν με τα καράβια τους πιο πολύ στο πλιάτσικο, παρά στον τούρκικο στόλο. Διαβάζοντας τα παραπάνω, μπορούμε να αντιληφθούμε ποια εκδοχή του ’21 τελικά επικράτησε. Ούτε το όραμα του Ρήγα πραγματώθηκε, ούτε επίσης το όραμα των λογίων και φιλελλήνων για ένα σύγχρονο δυτικό κράτος στα πλαίσια του Διαφωτισμού. Ούτε, βέβαια, το όραμα του απλού λαού για συμμετοχή του στη διανομή του πλούτου. Αυτό που επικράτησε ήταν το Εικοσιένα των κοτζαμπάσηδων, των πολιτικάντηδων και των σκοταδιστών ρασοφόρων και αυτές τις αμαρτίες πληρώνουμε ακόμη. Και επικράτησε γιατί η εκκλησία ήταν απόλυτα υποταγμένη στην Οθωμανική αυτοκρατορία και οι πλούσιοι ελληνόφωνοι πολέμησαν την επανάσταση όσο και οι τουρκόφωνοι που είχαν τα ίδια συμφέροντα μαζί τους. Γιατί την εποχή που τελείωναν οι αυτοκρατορίες οι έλληνες έμποροι βρήκαν την ευκαιρία να δημιουργήσουν ένα κράτος που θα τους κάνει να θησαυρίσουν περαιτέρω και οι μεγάλες δυνάμεις ήθελαν μέσω αυτού του κράτους να έχουν πρόσβαση και επιρροή στην περιοχή. Και όπως ακόμα και τα βιβλία της ιστορίας παραδέχονται, τα τρία πρώτα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα ήταν το αγγλικό, το γαλλικό, το ρωσικό.
Επίκαιρης σημασίας συμπέρασμα από την Επανάσταση του 1821 είναι ότι κανένας δυσμενής συσχετισμός δεν μπορεί να είναι στατικός, όταν έχουν ήδη αναπτυχθεί οι προϋποθέσεις για το ξεπέρασμα ενός κοινωνικού – οικονομικού σχηματισμού. Ακόμα, η Ιστορία διδάσκει ότι συχνά τα πρώτα εγχειρήματα των επαναστατικών αλμάτων δεν οδηγούν σε νίκη, ότι ο υποκειμενικός παράγοντας ωριμάζει μέσα από τις αδυναμίες, τα λάθη και τις ήττες του. Κι αυτό το βλέπουμε και στην εξέλιξη των προεπαναστατικών οργανώσεων στις αρχές του 19ου αιώνα. 200 χρόνια μετά το ελληνικό κράτος εισέρχεται σε έναν νέο κύκλο ύφεσης και προετοιμάζει νέους όρους ταξικής επιβολής. Οι εορτασμοί για την επανάσταση του 1821 προσκαλούν τον λαό να χειροκροτήσει το καθεστώς που συγκροτήθηκε το 1830, να υμνήσει την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία και το κρατικοκαπιταλιστικό σύστημα. να γιορτάσει την εγκαθίδρυση του οικονομικού και πολιτικού συστήματος που όλα αυτά τα χρόνια τον ληστεύει, τον εξαπατεί, τον εκμεταλλεύεται , τον δολοφονεί. Τον προσκαλούν να γιορτάσει την μεταμόρφωση του από δουλοπάροικο σε προλετάριο. Ακόμα και αν την ιστορία την γράφει η εξουσία, χρέος των εξουσιαζόμενων είναι να βρούν την αλήθεια και να την θέσουν στην τάξη τους ως όπλο συνείδησης και μνήμης στο δρόμο για την κοινωνική απελευθέρωση.
πηγές: 1. Τάσος Βουρνάς “Σύντομη ιστορία της ελληνικής επανάστασης” εκδ. Ωκεανίδα, 1983 2. Βασίλης Ραφαηλίδης “Ιστορία (κωμικοτραγική) του νεοελληνικού κράτους 1830-1974”. 1993, Εκδόσεις του εικοστού πρώτου 3. Ομάδα ενάντια στη λήθη: “Κυριαρχία και κοινωνικοί αγώνες στον “Ελλαδικό χώρο”. Τόμος πρώτος: Από την προεπαναστατική περίοδο μέχρι και τις πρώτες προσπάθειες συγκρότησης εθνικού κράτους”. εκδ. Αναρχική Αρχειοθήκη, 1996 4. Γιάννης Κορδάτος «Η κοινωνική σημασία της επαναστάσεως του 1821» εκδ. Επικαιρότητα 5. Ιωάννης Μακρυγιάννης “Στρατηγού Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα” εκδ. Γνώση, 2003 6. Δημήτρης Φωτιάδης “Η επανάσταση του 1821” τόμος β΄ εκδ. Ζαχαρόπουλος 7. Γιάννης Σκαρίμπας “Το 1821 και η αλήθεια” εκδ. Κάκτος, 2017 8. Ανωνύμου του Έλληνος “Ελληνική Νομαρχία ήτοι λόγος περί ελευθερίας” εκδ. Βαγιωνάκη, 1948 9. “Η εξέγερση των δούλων, ή η επανάσταση των Κοτζαμπάσηδων και των Δεσποτάδων;” Ομάδα Αντεθνικών Στοιχείων, μπροσούρα, 1981 10. ΚΟΜΕΠ “Ο κοινωνικός χαρακτήρας της επανάστασης του ’21” τ.2 Μαρτ.-Απρ. 2011 11. Αναρχική εφημερίδα “Διαδρομή Ελευθερίας” φ. 34, Δεκεμβρίου 2004 12. “Η επανάσταση του 1821, το ιστορικό της πλαίσιο και ο χαρακτήρας της” Πρωτοβουλία Αναρχικών Αγίων Αναργύρων-Καματερού 13. “Eπαναστατικά κινήματα και εξεγέρσεις στην Ελλάδα μετά την Επανάσταση του 1821” Υπό έκδοση 14. “Τα Σουλιμοχώρια και οι Ντρέδες-Η επανάσταση του 1834” Γυμνάσιο Δωρίου, 2000
Τροχιά στο Άπειρο, Μαρτης 2022