Μία νύχτα του Απρίλιου του 1968, Γκούντρουν Ένσλιν, Ανδρέας Μπάαντερ, Σολέιν και Προλ πυρπολούν δύο πολυκαταστήματα της Φραγκφούρτης. Υπάρχει ένας τραυματίας, νυχτοφύλακας. Η Έσλιν τηλεφωνεί στο Γερμανικό Πρακτορείο Ειδήσεων, αναλαμβάνοντας την ευθύνη για λογαριασμό της νεοσυσταθείσας οργάνωσης και διαβάζοντας την προκήρυξη, όπου ο εμπρησμός αναφέρεται ως «συμβολική ενέργεια κατά του κεφαλαίου». Οι αρχές αναγνωρίζουν από το απομαγνητοφωνημένο περιεχόμενο του τηλεφωνήματος την φωνή της Έσλιν και έτσι συλλαμβάνονται και οι τέσσερεις, τρεις ημέρες μετά. Στη δίκη που ακολούθησε, αρχικά η Έσλιν και ο Μπάαντερ αρνήθηκαν την κατηγορία του εμπρησμού, αργότερα όμως κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ανέλαβαν την πλήρη ευθύνη. Αυτή είναι η πρώτη ενέργεια της ένοπλης αντάρτικης ομάδας της Γερμανίας “Φράξια Κόκκινος Στρατός” γνωστή ως RAF. Μιας οργάνωσης που επιτέθηκε κατά μέτωπο στο γερμανικό Κράτος, ένα Κράτος που σε όλον τον μηχανισμό του και σε υψηλότατες θέσεις που φτάνανε και στον καγκελάριο, ήταν πρώην ναζί- μέλη της Βέρμαχτ ή Ες Ες- όπως ο βιομήχανος Σλέγιερ πρόεδρος των Γερμανών Εργοδοτών που η 2η γενιά της ομάδας απήγαγε για την αποφυλάκιση Μπάαντερ-Ένσλιν- Ράσπε- Μέλερ και εκτέλεσε όταν αυτοί δολοφονήθηκαν.
Η νύχτα της 17ης προς 18ης Οκτωβρίου 1977 σημάδεψε τη σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία. Ήταν η κορύφωση του πολιτικού δράματος που πήρε το όνομα «γερμανικό φθινόπωρο». Μέσα στις φυλακές υψίστης ασφαλείας του Σταμχάιμ βρέθηκαν σκοτωμένα τρία ιδρυτικά μέλη της RAF. Ο Andreas Baader, η Gudrun Ensslin και ο Jan Carl Raspe. Ο πρώτος σκοτώθηκε από σφαίρα πιστολιού στον αυχένα, η δεύτερη κρεμασμένη σε ένα ηλεκτρικό σύρμα, ο τρίτος βρέθηκε ετοιμοθάνατος στο κελί εξ αιτίας χτυπήματος στο κεφάλι, πέθανε την επόμενη μέρα στο νοσοκομείο Σύμφωνα με την επίσημη άποψη, οι τρεις «αρχιτρομοκράτες» υποτίθεται ότι αυτοκτόνησαν για να ενοχοποιήσουν το κράτος, όπως υποτίθεται ότι είχε κάνει και η σύντροφός τους Ουλρίκε Μάινχοφ ένα χρόνο νωρίτερα. Η Ιρμγκαρντ Μέλερ είναι η μόνη που επέζησε από εκείνη τη νύχτα. Ήταν η τέταρτη από την ομάδα ανταρτών πόλης της RAF που βρισκόταν στην ίδια πτέρυγα των λευκών κελιών του Σταμχάιμ. Γλίτωσε με βαριά τραύματα, τα οποία -κατά την επίσημη άποψη- επέφερε η ίδια στον εαυτό της με ένα μαχαίρι. Η Μέλερ βρισκόταν στη φυλακή από το 1972. Είχε καταδικαστεί σε ισόβια για τη βομβιστική επίθεση στο αμερικανικό στρατηγείο της Χαϊδελβέργης (24/5/72) η οποία προκάλεσε το θάνατο τριών στρατιωτικών των ΗΠΑ. Η Μέλερ ήταν αυτή που οδηγούσε το παγιδευμένο αυτοκίνητο.
Η Moeller αρνείται όλα τα ψέματα που υποστήριξαν την θεωρία του καθεστώτος περί “αυτοκτονίας”. Υπόθεση που υποστηρίχτηκε επίσης από «μετανοημένους» και άλλους που “διαχώρισαν τη θέση τους” σε αντάλλαγμα για την επαρκή μείωση των ποινών τους. Η αφήγηση της Μέλερ για τη Νύχτα του Θανάτου στον Όλιβερ Τόλμαϊν από το βιβλίο του “RAF -Αυτό ήταν για μας Απελευθέρωση”: “Μπορούσαμε να φωνάξουμε κάποια πράγματα μεταξύ μας. Κυρίως τη νύχτα. Όταν το αντιλήφθηκαν μας κάρφωσαν στρώματα από αφρολέξ μπροστά στην πόρτα. Επίσης, οι κραυγές ήταν δύσκολο να γίνουν κατανοητές γιατί, αφού ο διάδρομος είχε αδειάσει, γίνονταν μεγάλη αντήχηση. Δεν είχαμε κανέναν στον οποίο να μπορούμε να πούμε κάτι. Ακολούθησε η εισβολή στο «Λάντσχουτ», λίγο μετά τη συνομιλία του Αντρέας Μπάαντερ με τον υπάλληλο που είχε στείλει ο υπουργός Επικρατείας Σούλερ. Οι τελευταίες ειδήσεις που είχα τη δυνατότητα να ακούσω απ’ το ραδιόφωνο της φυλακής έπαιξαν στις δέκα, έντεκα το βράδυ. Πριν από την αεροπειρατεία περνούσε κάποιος από τους φύλακες τη νύχτα και μάζευε τους ηλεκτρικούς γλόμπους, ενώ κατά τη διάρκεια της απαγόρευσης επικοινωνίας έκοβαν απλά το ρεύμα. Χρειαζόμουν δηλαδή κεριά. Το πικάπ το λειτουργούσα με μπαταρίες, αυτό γινόταν. Ήθελα σε κάθε περίπτωση να παραμείνω με κάποιο τρόπο ξύπνια για να μπορέσω να ακούσω τις πρωινές ειδήσεις των έξι. Ήμουν όμως ήδη τελείως εξαντλημένη. Έπειτα περπάτησα λίγο πέρα-δώθε για να μη με πάρει ο ύπνος. Παρ’ όλα αυτά κάποια στιγμή αποκοιμήθηκα. Κοιμόμουν ελάχιστα. Το ίδιο και κατά τη διάρκεια της μέρας, δεν είχε μεσημεριανό ύπνο και παρόμοια. Επιπλέον είχα εξασθενήσει τελείως και σωματικά από την απεργία πείνας των περασμένων εβδομάδων, δεν έτρωγα το φαγητό της φυλακής και ταυτόχρονα δεν είχα και τίποτα άλλο, αφού μας είχαν απαγορεύσει κάθε συμπληρωματική αγορά φρούτων. Δεν διέθετα πλέον καθόλου αποθέματα για να παραμείνω κάπως σε εγρήγορση, κάτι που άλλωστε θα διευκόλυνε την προσπάθειά μου να μην κοιμηθώ. Επίσης τη νύχτα, πολύ αργά, φώναξα προς τον Γιαν. Στο κελί μου τότε ήταν κάπως φθαρμένο το πάτωμα, κι αν κανείς ξάπλωνε τελείως μπρούμυτα είχε τη δυνατότητα να φωνάξει κάτι απ’ τους εξωτερικούς σύρτες, που έφτανε πολύ αποδυναμωμένο βέβαια έξω. Ο Γιαν βρισκόταν απέναντί μου, σε απόσταση μερικών μέτρων από την άλλη πλευρά. Και με άκουσε κιόλας και αντέδρασε. Είπα: «Ρε συ, απλώς για να μάθω κι εγώ τι γίνεται». Και μετά σκεπάστηκα με την κουβέρτα και με πήρε ο ύπνος. Φυσικά δεν κοίταξα πότε ακριβώς, ήταν πάντως κάποια στιγμή στη διάρκεια των επόμενων ωρών. Δεν είχαμε όπλα. Το να λέμε ότι είχαμε κρυμμένα όπλα στο κελί δεν έχει νόημα, διότι κατά τη διάρκεια του μπλοκαρίσματος των επαφών που είχαμε να μετακινούμασταν διαρκώς και δεν γνωρίζαμε εκ των προτέρων ούτε το πότε και ούτε για πού. Αν είχαμε όπλα θα είχαμε κάνει άλλη χρήση από το να αυτοκτονήσουμε. Εμείς θα είχαμε υπερασπιστεί τους εαυτούς μας ή θα είχαμε προσπαθήσει να βγούμε από εκεί μέσα και σίγουρα δεν θα είχαμε σκοτωθεί απομονωμένα. Το πρώτο πράγμα που ένιωσα όταν ξαναβρήκα τις αισθήσεις μου ήταν ένα δυνατό βουητό στο κεφάλι, την ώρα που κάποιος στο διάδρομο της πτέρυγας κάτω από πολύ δυνατό φως νέον προσπαθούσε να μου ανοίξει τα βλέφαρα διέκρινα πολλές μορφές που στέκονταν τριγύρω μου και με άγγιζαν με κάποιο τρόπο. Άκουσα μια φωνή που είπε: «Ο Μπάαντερ και η Ένσλιν είναι νεκροί». Αμέσως μετά έχασα πάλι τις αισθήσεις μου. Συνήλθα μερικές μέρες αργότερα στο νοσοκομείο του Τύπινγκεν. Δίπλα στο κρεβάτι μου στεκόταν ένας εισαγγελέας και ήθελε υποτίθεται να μάθει τι είχε συμβεί. Τη δικηγόρο μου την άφησαν να με δει μόλις την επόμενη μέρα. Από αυτήν έμαθα ότι είχε πεθάνει και ο Γιαν. Μου είπε επίσης ότι είχε πραγματοποιηθεί εισβολή στο «Λάντσχουτ» και είχαν σκοτωθεί όλα τα μέλη του Κομάντο Μάρτυρας Χαλιμέ εκτός από μια γυναίκα. Από τη δικηγόρο μου έμαθα ότι όλο αυτό το διάστημα προσπαθούσε ανεπιτυχώς να με δει.
Αλλά καμιά μου προσπάθεια να διηγηθώ όσα μου ανέφερε τότε δεν μπορεί να αποδώσει πραγματικά το χαρακτήρα εκείνης της συζήτησης. Πρέπει να φανταστείς ότι ήταν η πρώτη μου επαφή με κάποιον που εμπιστευόμουν ύστερα από πολλές εβδομάδες στέρησης κάθε επικοινωνίας. Επιπλέον ήμουν βαριά τραυματισμένη. Και είχαμε μόλις μία ώρα στη διάθεση μας. Βρισκόμουν στην εντατική μονάδα εγκαυμάτων, όλα ήταν επενδυμένα με πυρίμαχο υλικό και αποστειρωμένα, ήμουν συνδεδεμένη με μηχανήματα που βούιζαν, είχα τρομερούς πόνους, παντού υπήρχαν μπάτσοι, ακόμη και οι γιατροί αυτής της εντατικής μονάδας στο Τύμπινγκεν επιτηρούνταν αυστηρά. Μία από τις τέσσερις μαχαιριές στο στήθος είχε πλήξει το περικάρδιο και τραυματίσει τα πνευμόνια γεμίζοντάς τα αίμα. Στο Τύμπινγκεν μου άνοιξαν ολόκληρο το θώρακα και μου τοποθέτησαν έναν καθετήρα για να τραβήξουν τα υγρά απ’ το τραύμα. Η μαχαιριά καρφώθηκε με μεγάλη δύναμη και έφτασε σε βάθος επτά εκατοστών. Απ’ ό,τι φάνηκε, τα πλευρά ανέκοψαν τη φόρα της, καθώς σε ένα από αυτά υπήρχε μια εγκοπή. Στη μονάδα εντατικής παρακολούθησης παρέμεινα λιγότερο από μια εβδομάδα εκεί μια φυσιοθεραπεύτρια μου έκανε ασκήσεις αναπνοής. Μου χορηγούσαν ισχυρά καταπραϋντικά και αναισθητικά φάρμακα, γι’ αυτό και θυμάμαι ελάχιστα πράγματα από εκείνες τις μέρες. Υπάρχει όμως μια εικόνα που εντυπώθηκε βαθιά στη μνήμη μου: σε αυτή την τεράστια αίθουσα κάθονταν μέρα-νύχτα δύο ή τρεις μπάτσοι φορώντας αποστειρωμένες ρόμπες, σκούφους και καλύμματα παπουτσιών χειρουργείου, ενώ έξω από τα παράθυρα περιπολούσαν ένστολοι ένοπλοι με οπλοπολυβόλα. Στο τέλος της βδομάδας μεταφέρθηκα με ελικόπτερο στο νοσοκομείο των φυλακών του Χόεν Άσπεργκ (Σ.τ.Μ.: νοσοκομείο κρατουμένων σε παλιό κάστρο του Λούντβιγκσμπουργκ, κοντά στη Στουτγάρδη). Εκεί έμεινα τέσσερις εβδομάδες. Για πολύ καιρό δεν μπορούσα να περπατήσω και για πολλά χρόνια ακόμη πονούσα όταν ανέπνεα ή έβηχα, όποτε ξάπλωνα στο πλάι, ακόμη και όταν γελούσα. Σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή το πλήγμα υποτίθεται ότι έγινε με το μαχαίρι της φυλακής, όμως δεν μπορεί να ισχύει κάτι τέτοιο, επειδή ακριβώς το τραύμα ήταν πολύ βαθύ. Στο κελί βρέθηκαν μόνο ένα μαχαίρι φυλακής και ένα ψαλίδι. Άλλα αντικείμενα δεν υπήρχαν. Περιλαμβάνονταν στον εξοπλισμό της φυλακής. Ήταν ένα μικρό ψαλίδι για κόψιμο εφημερίδων που βρισκόταν παράμερα. Έτσι κι αλλιώς όμως, δεν επικαλέστηκαν αυτό, αλλά εκείνο το μικρό, αμβλύ μαχαίρι. Οι δικηγόροι προσπάθησαν τότε να έρθουν σε επαφή με τους γιατρούς και το νοσηλευτικό προσωπικό, αλλά προσέκρουαν πάντοτε σε σφραγισμένες πόρτες. Προφανώς είχαν εντολή να μη μιλήσουν με τους δικηγόρους μου. Ορισμένες μεμονωμένες νοσοκόμες πάντως προσπάθησαν να τους δώσουν πληροφορίες. Τα αποτελέσματα όμως ήταν πενιχρά. Το προσωπικό φοβόταν. Και οι δικηγόροι είχαν κατατρομάξει. Τότε ασκήθηκε μια πληθώρα διώξεων ακόμη και σε βάρος των συνηγόρων μας, οι προϋποθέσεις επομένως για να διαλευκάνουμε κάτι δεν ήταν καλές. Εγώ η ίδια προσπάθησα πολλές φορές ανεπιτυχώς να αποκτήσω πρόσβαση σε έγγραφα και πιστοποιητικά. Για μένα ήταν όλα μπερδεμένα. Υπήρχε ο φοβερός πόνος πως οι άλλοι δεν ήταν πλέον μαζί μου. Αλλά δεν είχα καν τον χρόνο να θλίβομαι, είχα να αποσαφηνίσω την κατάσταση. Σκέφτηκα γύρω απ’ τα σημάδια που υπήρξαν μιας τέτοιας κλιμάκωσης. Ήθελα να διευκρινίσω λιγάκι τα πράγματα. Με τα χρόνια υπήρξαν απειλές θανάτου εναντίον του Andreas, η Ulrike ήταν νεκρή, είχαμε σκεφτεί ότι αυτές οι δολοφονίες θα μπορούσαν να συμβούν, ποτέ δεν αισθανθήκαμε ασφαλείς στην φυλακή. Αυτός ήταν ένας λόγος που θέλαμε να μείνουμε μαζί, ενωμένοι και να μην αφήσουμε να μας χωρίσουν, για να προστατεύουμε ο ένας τον άλλον. Αλλά το να γνωρίζουμε ότι αυτό μπορεί να συμβεί, είναι πολύ διαφορετικό από ό, τι να το ζεις στην πραγματικότητα. Έπρεπε να τα βγάλω πέρα μόνη μου. Ήταν ένας ολοκληρωτικός πόνος που με κατέπληξε περισσότερο από τον φόβο ότι κάποιος θα ξαναπροσπαθήσει. Στη συνέχεια προσπάθησα όσο καλύτερα μπορούσα να φτάσω στις πληροφορίες. Αυτό χαρακτήρισε την πορεία της ζωής μου τότε. Ήταν τρομερά δύσκολο, γιατί δεν είχα εφημερίδες, δεν είχα τα πρακτικά και δεν μπορούσα να έχω επισκέψεις. Οι δικηγόροι έρχονταν, αλλά μόλις που είχαμε τον χρόνο για να συζητήσουμε μοναχά για τα πιο αναγκαία και επείγοντα θέματα. Δεν είχα τίποτα να ελέγξω ή να επαληθεύσω. Στο Hohen Asperg αφαίρεσαν το μπλοκάρισμα των επαφών στο τέλος του Οκτωβρίου. Το ραδιόφωνο δεν μου το έδωσαν πίσω, επειδή είπαν ότι θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω το καλώδιο για να κρεμαστώ. Με αυτή τη δικαιολογία μου αφαίρεσαν τα πάντα. Σε αυτή την περίοδο, ενώ τριγύριζαν όλων των ειδών οι πληροφορίες προσπάθησα επειγόντως να μάθω τα πράγματα, τι συνέβη. Δεν είχα καμία πρόσβαση στον τρόπο. Έκοβαν όλο εκείνο που θα μπορούσε να έχει σχέση με Stammheim ή Landshut με την ευρύτερη έννοια. Τις είχα 20 χρόνια μετά όταν βγήκα από τη φυλακή σαν «περιουσιακά μου στοιχεία». Τότε στις εφημερίδες διάβαζα μονάχα τα αθλητικά και ίσως κάποια από τα άρθρα του Feuilleton.
Για εκείνη τη νύχτα ήμουν και είμαι πεπεισμένη ότι ήταν μια ενέργεια των υπηρεσιών. Η BND μπορεί να μπαίνει και να φεύγει ελεύθερα από το Stammheim και είχε εγκαταστήσει εκεί, σε εμάς, τον εξοπλισμό για τις περιβαλλοντικές υποκλοπές. Ήταν επίσης γνωστό ότι το προσωπικό της φυλακής δεν θεωρούνταν αρκετά άξιο εμπιστοσύνης για μια τέτοια δράση. Μερικοί πάντα διηγούνταν κάποια δικιά μας γελοία ιστορία στο «Bunten», to «Quick» ή το «Stern» και αν κάτι έπρεπε να γίνει έπρεπε να γίνει δίχως τη συμμετοχή τους. Σε σχέση με αυτό, είναι σημαντικό ότι το προσωπικό άλλαξε, αν και όχι όλο, κατά τη διάρκεια του μπλοκαρίσματος των επαφών μας. Εξάλλου οι τηλεκάμερες στους διαδρόμους δεν λειτουργούσαν το βράδυ. “.
Τα μέλη της οργάνωσης κρατήθηκαν στα «λευκά κελιά» των φυλακών του Στάμχαϊμ υπό συνθήκες αυστηρής απομόνωσης μέχρι τη Νύχτα του Τέλους. Εκεί τους είχε επισκεφθεί ο Ζαν Πωλ Σαρτρ και άλλοι διανοούμενοι και πολιτικοί οι οποίοι αποτύπωσαν με τα μελανότερα χρώματα την κατάστασή τους. Πολλοί μάλιστα την παρομοίασαν με εκείνην της κατοχής από τη Βέρμαχτ. Τόσο πριν, όσο και μετά τη Νύχτα αυτή, σημειώθηκαν και άλλοι θάνατοι μελών της RAF στις γερμανικές φυλακές όπως η κατάληξη του Χόλγκερ Μάινς μετά από απεργία πείνας
Στις 5 Σεπτεμβρίου 1977 η RAF είχε απαγάγει στην Κολωνία τον πρόεδρο των γερμανών βιομηχάνων, ναζιστή, υπήρξε διαχειριστής των βιομηχανιών στην Boemia και στην Moravia τους καιρούς της ναζιστικής κατοχής, Hans-Martin Schleyer. Η RAF ανακοίνωσε πως ο βιομήχανος θα κρατούνταν αιχμάλωτος μέχρι την απελευθέρωση των έξι κρατουμένων στην φυλακή του Stammheim. Η αντίδραση του γερμανικού Κράτους ήταν σκληρή, με νόμο, διατάχτηκε η πλήρης απομόνωση όλων των αγωνιστών της RAF κρατουμένων στις φυλακές της Ομοσπονδιακής Γερμανίας.
“Το 1975 είχαν διατάξει την παράταση του βασανιστηρίου της απομόνωσης, παρά τις γνωματεύσεις των ειδικών, ότι τέτοιες συνθήκες κράτησης οδηγούν νομοτελειακά στην καταστροφή της προσωπικότητας. Οι δικαστές είχαν τότε αποφανθεί: Αυτές είναι οι αναγκαίες συνθήκες για κρατούμενους, που αντιτίθενται στην καταδίκη τους. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες είχε ήδη πεθάνει η Ουλρίκε Μάινχοφ, το Μάιο του 1976. Ο άνθρωπος είναι ένα κοινωνικό ον. Καταστρέφεται χωρίς κάποιες απαραίτητες επαφές με άλλους ανθρώπους και με τη φύση. Οι ψυχίατροι το ήξεραν από την αρχή του περασμένου αιώνα. Και χρησιμοποίησαν την απομόνωση σαν μέθοδο εξόντωσης ανθρώπων στα ψυχιατρεία τους. Με την απομόνωση διαταράσσεται το αυτόνομο νευρικό σύστημα: πεινάς, αλλά δεν μπορείς να φας, χρειάζεσαι αέρα, αλλά δεν μπορείς να αναπνεύσεις, μία φορά χτυπάει η καρδιά σου σαν να θέλει να σπάσει, την άλλη φορά τόσο αδύνατα και αργά, ώστε αισθάνεσαι πως έφθασε η τελευταία ώρα σου. Ολα τα νεύρα, με τα οποία αισθάνεσαι, χρειάζονται μια ελάχιστη δράση. Αρκεί να κλείσεις έναν άνθρωπο για κάποιο διάστημα μέσα σε ένα κατάμαυρο χώρο, και μετά θα είναι τυφλός” Ρολφ Πόλε.
Άλλα τρία μέλη της RAF δολοφονήθηκαν μέσα στις φυλακές, – Holger Meins, 09 Νοεμβρίου του 1974 μετά από απεργία πείνας στις φυλακές της Φραγκφούρτης. Ουσιαστικά το γερμανικό Κράτος τον άφησε να πεθάνει. -Ulrike Mainhof, 08 Μαϊου 1976 στις φυλακές του Stammheim. (Είχε βρεθεί νεκρή στο κελί της. Επίσιμη εκδοχή “αυτοκτονία”. Βρέθηκε κρεμασμένη .Όταν τον Μάιο του 1976 την επισκέφτηκε στις φυλακές Σταμχάιμ στη Στουτγάρδη, η αδελφή της, τής είπε: «Αν μάθεις πως αυτοκτόνησα, να είσαι σίγουρη ότι ήταν φόνος!»). – Ingrid Schubert, καταδικάστηκε σε 13 χρόνια φυλάκιση , δολοφονήθηκε ή αυτοκτόνησε στις φυλακές του Μονάχου – Stadelheim.
Τις επόμενες μέρες του θανάτου των μελών της RAF, ξεσπούν αντιδράσεις και διαδηλώσεις σε όλη την Ευρώπη. Γίνονται διαδηλώσεις σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη με επεισόδια και συλλήψεις. Τέσσερα μέλη του “Ένοπλου Λαϊκού Αγώνα” προσπαθούν να τοποθετήσουν εκρηκτικούς μηχανισμούς στη Γερμανική επιχείρηση AEG στου Ρέντη σαν ένδειξη διαμαρτυρίας για τη δολοφονία μαχητών της RAF από το Γερμανικό κράτος. Τραυματίζεται από σφαίρα σοβαρά στο κεφάλι το ιδρυτικό μέλος του ΕΛΑ Χρήστος Κασίμης ο οποίος αφήνει την τελευταία του πνοή την επομένη ημέρα.
ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΜΝΗΜΗ ΣΤΟΥΣ ΠΥΡΗΝΕΣ ΕΝΟΠΛΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ. ΠΟΛΥΜΟΡΦΗ ΠΑΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ
Τροχιά στο Άπειρο