Στις 4 Γενάρη του 2008 έφυγε από τη ζωή ο αγωνιστής Γιάννης Ταμτάκος. Το όνομά του συνδέθηκε με εργατικούς αγώνες, διωγμούς, φυλακίσεις, εξορίες. Τιμάμε τη μνήμη του αναδημοσιεύοντας ένα παλιό άρθρο του Δ. Τρωαδίτη με τίτλο: “Γιάννης Ταμτάκος 1908-2008 – Μια ζωή αγώνες για μια κοινωνία ίσων και ελεύθερων ανθρώπων” που βρήκαμε στη σελίδα “Ούτε θεός ούτε αφέντης”.
Όπως γράφτηκε στο «Ν.Κ.» της Πέμπτης, 10/1/2008, την Παρασκευή, 4/1/2008 πέθανε σε ηλικία 100 χρόνων στη Θεσσαλονίκη, ο κοινωνικός αγωνιστής Γιάννης Ταμτάκος, ο οποίος είχε «κάνει τη θητεία του» και στην Αυστραλία στο διάστημα 1951-1966. Σε μένα και σε μερικούς άλλους συντρόφους, τα τελευταία 22 περίπου χρόνια ο Γιάννης Ταμτάκος ήταν γνωστός ως ο σύντροφος μπάρμπα-Γιάννης και έτσι τον γνωρίσαμε και τον νιώσαμε.
Υπήρξε ένας άνθρωπος που συμμετείχε σε αδιάκοπους αγώνες για μία κοινωνία ίσων και ελεύθερων ανθρώπων, με τις εξορίες και τους κατατρεγμούς του, αλλά και την πίστη, το κουράγιο, το θάρρος και το μυαλό του. Η ζωή του αποτελεί αυθεντική έκφραση των καλύτερων στιγμών του προπολεμικού προλεταριακού και του γενικότερου κινήματος χειραφέτησης και, ταυτόχρονα, μια έκφραση της διασύνδεσης των καλύτερων και των πιο προωθημένων όψεων του κινήματος αυτού. Εργατικό κίνημα του μεσοπολέμου, αρχειομαρξισμός, σκέψη Καστοριάδη, αναρχισμός. Αυτά είναι τα θεωρητικά ρεύματα και οι στάσεις καθημερινού αγώνα μέσω των οποίων χαρακτηρίζεται και εκτυλίσσεται η κοινωνικο-πολιτική θεωρία και πράξη του μπάρμπα-Γιάννη.
Γεννιέται το 1908 στις Παλαιές Φωκεές, έξω από τη Σμύρνη. Ο πατέρας του εργάτης στις αλυκές έξω από την πόλη και αργότερα λιμενεργάτης, καθαρός προλετάριος. Η μητέρα του αγροτικής καταγωγής. Απέκτησαν 7 παιδιά. Το 1914 θα αρχίσουν οι διωγμοί εναντίον των Ελλήνων της ευρύτερης περιοχής της Σμύρνης.
«… σκοτώσανε ορισμένους ανθρώπους… Πέσαμε στη θάλασσα Η μάνα μου είχε επτά παιδιά. … Είχε έρθει ένα πλοίο από τη Σμύρνη… Με τη βάρκα μας μετέφεραν ώς το πλοίο, μας ανέβαζαν πάνω και μας ρίχνανε μέσα στο αμπάρι. Το πλοίο ήταν φορτωμένο με κάρβουνα, οπότε ήταν τρομερά βρώμικο. Η μητέρα μου, θυμάμαι, έβγαλε το βρεγμένο μισοφόρι της και το άπλωσε πάνω στην καρβουνόσκονη και εκεί ακούμπησε και τα επτά της παιδιά. Έτσι λερωμένοι και μουτζουρωμένοι σαν αραπάκια από τη καρβουνόσκονη βγήκαμε στη Θεσσαλονίκη, χωρίς να έχουμε ούτε ένα μαντίλι, ούτε μια πετσέτα να σκουπιστούμε, χωρίς λίγο νερό να ξεδιψάσουμε..»
Τα χρόνια 1914-1919 είναι τρομερά δύσκολα από πλευράς επιβίωσης, για τους πρόσφυγες. Οικογένειες έκαναν εράνους γι’ αυτούς, πήγαιναν να μείνουν πότε από εδώ και πότε από εκεί. Η οικογένεια Ταμτάκου, θα καταφέρει τελικά, με άλλες 60 οικογένειες προσφύγων να μείνει σ’ ένα πρώην βουλγαρικό σχολείο.
«Χωρίσανε τις σάλες του σχολείου (ένα παλιό οίκημα ήταν) με τσουβάλια, έφτιαξε κατά κάποιο τρόπο ο καθένας το κονάκι του κι εκεί, σ΄ αυτές τις συνθήκες, ζήσαμε γύρω στα πέντε χρόνια».
Θα πάει μόνο μέχρι την Δ’ Δημοτικού, γιατί ο πατέρας του τον πείθει να γίνει λούστρος, αφού η οικογένεια αντιμετώπιζε τόσα προβλήματα που δεν γινόταν αλλιώς. Έτσι λοιπόν, λουστράκι στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, ο μπαρμπα-Γιάννης θα γοητευτεί από το ισχυρό τότε εργατικό κίνημα.
«Εγώ τότες μικρό παιδάκι, λούστρος, πήγα σε μια Πρωτομαγιά το 1918, ένα χρόνο μετά τη Ρωσική Επανάσταση, αλλά δεν είχα πολιτικές ιδέες. Ήμουν ένα ξυπόλυτο προσφυγάκι και πουλούσα λουκούμι και νερό μια δεκάρα και τα δυο. Έτσι πήγα στην Πρωτομαγιά, γιατί τότες η Πρωτομαγιά είχε γίνει σ΄ ένα κέντρο κοντά στο νεκροταφείο της Βαγγελίστρας και είχε γίνει μια Πρωτομαγιά αγωνιστική, γιατί τότες η Θεσσαλονίκη ήταν κέντρο επεξεργασίας του καπνού και δούλευαν αρκετοί πρόσφυγες και προσφυγοπούλες».
Όμως, μετά από 5 χρόνια παραμονής στη Θεσσαλονίκη, φαίνεται ότι η κυβέρνηση δεν τους ήθελε στα πόδια της κι έτσι:
«… η κυβέρνηση μας είπε: τώρα τα μέρη σας ελευθερώθηκαν, να πάτε πίσω στην πατρίδα, στα σπίτια σας… …Μας έδωσαν κι από μια κονσέρβα, μας έβαλαν στα πλοία και πήραμε το δρόμο του γυρισμού για τη Μικρά Ασία».
Αλλά:
«Τα σπίτια μας τα βρήκαμε ερειπωμένα, τα αμπέλια τα είχαν ξεριζώσει και σπέρνανε καλαμπόκι. Αρχίσαμε να διορθώνουμε τα σπίτια από την αρχή και να φτιάχνουμε τα αμπέλια. Ώσπου να γίνουν όλα αυτά, το 1922 γίνεται η μικρασιατική καταστροφή. … πήγαινα στο σχολείο. Ήμουνα καλός μαθητής».
Έτσι, ξανά πίσω στη Θεσσαλονίκη.
«Τη δεύτερη φορά δυό-τρεις οικογένειες ναυλώσαμε μια βενζινάκατο και μας πέταξε στο Πλωμάρι. …Θυμάμαι μια κουβέντα και μου έκανε εντύπωση. Ωχ, ήρθαν πάλι οι ψειριάρηδες οι πρόσφυγες!».
Το 1924, σε ηλικία 16 χρόνων, και ενώ έχει ήδη αρχίσει να εργάζεται ως τσαγκάρης, εντάσσεται πολιτικά στη νεοεμφανιζόμενη τότε κίνηση των αρχειομαρξιστών. Ο αρχειομαρξισμός ξεκίνησε από μια ομάδα μελέτης υπό τον, εβραϊκής καταγωγής, διανοούμενο του νεαρού τότε ΚΚΕ Φραγκίσκο Τζουλάτι, που μαζί με άλλους μελετούν αρχικά το «Κεφάλαιο» του Μαρξ. Το 1923 θα εκδώσουν το περιοδικό «Αρχείο του Μαρξισμού» απ’ όπου πήραν και το όνομά τους. Αν και αρχικά ήταν μόνο ένας μορφωτικός κύκλος, αναπάντεχα θα αρχίσει να προσελκύει αρκετούς εργάτες που δρουν μέσα στα σωματεία, κυρίως τσαγκαράδες – όπως ο μπάρμπα-Γιάννης – αρτεργάτες, ζαχαροπλάστες, καπνεργάτες κ.ά. Έτσι, το 1926-27 υπό την πίεση του εργατικού αυτού στοιχείου, ο αρχειομαρξισμός μεταμορφώνεται σε ισχυρή κίνηση μέσα στο εργατικό κίνημα, παρά τις αρχικές προθέσεις του ηγετικού του πυρήνα. Και αυτή είναι μια γνήσια δημιουργική του στιγμή στην οποία μετέχει ο μπάρμπα-Γιάννης μέσα από τους τσαγκαράδες της Θεσσαλονίκης.
Μεγάλες απεργίες που ξέσπασαν στο διάστημα 1926-1930, είχαν ως πρωτοστάτες τους αρχειομαρξιστές εργάτες. Μία από αυτές που αποτέλεσε σημαντική στιγμή και του ίδιου του μπάρμπα-Γιάννη ήταν το κίνημα των ανέργων. Για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1929-1930 υπό την απειλή της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης συγκροτούνται μαζικές επιτροπές ανέργων σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, που επί ένα-δύο χρόνια δίνουν συνεχώς μάχη με την αστυνομία στους δρόμους. Σε μία από αυτές τις ηρωικές συγκρούσεις παρ’ ολίγο να χάσει τη ζωή του και ο ίδιος ο μπάρμπα-Γιάννης, όταν πυροβολήθηκε εξ επαφής και του κόπηκε στη μέση η γλώσσα.
Το 1934 με τη διάσπαση των αρχειομαρξιστών (που άλλοι παραμένουν αρχειομαρξιστές και άλλοι συνεχίζουν ως τροτσκιστές) ο μπάρμπα-Γιάννης εντάσσεται στους δεύτερους και αρχικά στην ομάδα του Παντελή Πουλιόπουλου, (πρώην γενικού γραμματέα του ΚΚΕ) και γίνεται μέλος της Κεντρικής Επιτροπής.
Τον «τράβηξε» η θεωρία του Τρότσκι που υποστήριζε ότι στην τότε ΕΣΣΔ, ενώ η οικονομική βάση και η υποδομή ήταν σοσιαλιστική, το εποικοδόμημα το έχει σφετεριστεί μια πολιτική γραφειοκρατία και συνεπώς το έργο των τροτσκιστών δεν ήταν η κοινωνική επανάσταση, αλλά η πολιτική επανάσταση που θα εκθρονίσει αυτή την γραφειοκρατία και θα επαναφέρει μια σωστή προλεταριακή ηγεσία.
Αλλά η μεγαλύτερη στιγμή για τον μπάρμπα-Γιάννη Ταμτάκο είναι η άμεση και ενεργός συμμετοχή του στα γεγονότα του Μάη του 1936 της Θεσσαλονίκης.
«Τα γεγονότα της 9ης του Μάη ξεκίνησαν από ένα καπνεργοστάσιο της Κομέρσιαλ, που βρισκόταν μεταξύ Βαρδαρίου και Διοικητηρίου. Οι εργάτες βάλαν τα αιτήματά τους και ζητούσαν την συμπαράσταση των άλλων εργατών. Τότες όταν ένας κλάδος κατέβαινε σε απεργία καλούσε και τους άλλους κλάδους να συμμετάσχουν για συμπαράσταση των απεργών. Ή αν δεν κατέβαιναν σε απεργία κάναν εράνους και βοηθούσαν τους απεργούς να νικήσουν. Αυτό το πράγμα ήταν πολύ συμβατικό.
Μία συγκέντρωση η οποία έγινε μεταξύ Εγνατίας και Βενιζέλου, το 5ο αστυνομικό τμήμα το οποίο βρισκόταν στα Λουτρά Παράδεισου, στην Εγνατία, βάζει φωτιά πάνω στους συγκεντρωμένους εργάτες και σκοτώνει 12-13 εργάτες και τραυματίζει πάνω από 300.
Αυτό το έγκλημα, το μακελειό, συγκινεί όλη τη Θεσσαλονίκη, να χτυπάνε οι καμπάνες των εκκλησιών, άντρες, γυναίκες και παιδιά και να κατεβαίνουν στο δρόμο για το έγκλημα αυτό των χωροφυλάκων. Ο κόσμος με ξύλα, με πέτρες, με σίδερα. Κλείσαμε τους χωροφύλακες μέσα στα αστυνομικά τμήματα και ρίξαμε το σύνθημα να βάλουμε φωτιά να κάψουμε τους χωροφύλακες. Αλλά οι σταλινικοί μας θεώρησαν για προβοκάτορες, γιατί εμείς είχαμε σκοπό την πανθεσσαλονίκεια αυτή απεργία, στην οποία κατέβηκαν κι άλλα επαγγέλματα σε συμπαράσταση των καπνεργατών, να την οδηγήσουμε σε ανώτερες μορφές πάλης. Ζητήσαμε τη συμπαράσταση και των δύο ομοσπονδιών, τότες ήτανε η μία ομοσπονδία του Καλομοίρη, των ρεφορμιστών των λεγομένων. Η άλλη ομοσπονδία ήταν του ΚΚΕ με τον Σκλάβαινα και είχαν κάνει το Σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα. Ζητήσαμε την πανεργατική απεργία της Ελλάδος σε συμπαράσταση των εργατών της Θεσσαλονίκης και για τα θύματα, τους σκοτωμένους. Αυτοί ώσπου να συνεννοηθούν πέρασαν αρκετές ημέρες και άρχισε η απεργία να ξεθυμαίνει. Επενέβη κι ο στρατός, αλλά ο στρατός συμφιλιώθηκε με τον κόσμο.
»Την απεργιακή επιτροπή την είχαν αποτελέσει οι γραμματείς των σωματείων και τις κλαδικές επιτροπές τα συμβούλια. Εγώ ήμουν στο συμβούλιο των τσαγκαράδων.
»…συνελήφθηκα με άλλους 52 και σταλινικούς μέσα, και μας στείλανε στη Μίκρα κι από κει στην εξορία Και, επιπλέον, αφού σκότωσαν τόσους ανθρώπους και τραυμάτισαν τόσους, κάναν και μια δίκη στην Έδεσσα και μας δικάζουν πέντε κι έξι χρόνια φυλακή. Αλλά ούτε δικάστηκαν ούτε η δίκη έγινε, την κάναν τυπικά για να δικαιολογηθούν δήθεν ότι εμείς είμαστε οι υποκινητές των γεγονότων, ενώ αυτοί μας διέλυσαν, ενώ αυτοί σκότωσαν τον κόσμο, μας φυλάκισαν κι από πάνω μας ζητούσαν και δικαστικά έξοδα. Αυτή είναι η κατάσταση».
Μετά την εξέγερση του Μάη του 1936, ο μπάρμπα-Γιάννης θα εξοριστεί στη Γαύδο από το 1937 έως το 1942, όταν μεταφερόμενος στον Πειραιά θα αποδράσει από το Τμήμα Μεταγωγών με μια έξυπνη ενέργεια, γλιτώνοντας έτσι για άλλη μια φορά το θάνατο από τις κατοχικές τότε αρχές.
Στη διάρκεια αυτής της περιόδου έχουμε τη συνάντηση του Ταμτάκου με τον Άγι Στίνα, (επαναστατικό ψευδώνυμο του Σπύρου Πρίφτη, από τον Σπαρτίλλα Κέρκυρας). Γεννήθηκε το 1900 και πέθανε το 1987. Σε ηλικία 20 χρόνων ήταν από τα ανώτερα καθοδηγητικά στελέχη του ΣΕΚΕ (του κατοπινού ΚΚΕ) και εκδότης της εφημερίδας του «Εργατικός Αγών» (Ο «Ριζοσπάστης» έγινε αργότερα όργανο του κόμματος). Από τις μεγάλες μορφές του ελληνικού επαναστατικού κινήματος, ο Στίνας το 1931 με την επιβολή από την Κομμουνιστική Διεθνή του Ζαχαριάδη ως γραμματέα του ΚΚΕ αποχωρεί από το κόμμα και περνάει στον τροτσκισμό. Η πολύχρονη δράση του Στίνα μέσα στο ΚΚΕ τον έκανε να καταλάβει από το 1932 ότι η Κομμουνιστική Διεθνής δημιούργησε έναν τύπο κομμουνιστή που υπακούει απόλυτα στις άνωθεν εντολές κάτι που δεν υπήρχε στα πρώτα βήματα του εργατικού κινήματος. Ο Στίνας μάλιστα, κάνει λόγο για δημιουργία κομμουνιστών-ρομπότ. Έτσι, προς το τέλος του 1932, ήταν τέτοια η δημιουργική πνοή του Στίνα, που μίλησε για τον οριστικό θάνατο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, της λεγόμενης Γ΄ Διεθνούς, ως επαναστατικού φορέα και για τη δημιουργία καινούριων επαναστατικών σχηματισμών, έξω και πέρα απ’ αυτόν. Ήταν ο πρώτος αγωνιστής που διατύπωσε μια τέτοια άποψη διεθνώς, την οποία μετέπειτα διατύπωσε και ο Τρότσκι, μετά την άνοδο του Χίτλερ στη κρατική εξουσία το 1933.
Την περίοδο 1937-1942 η προσέγγιση Στίνα και μπάρμπα-Γιάννη γίνεται με βάση τις συζητήσεις για το περίφημο τότε και δύσκολο εκείνη την εποχή ρωσικό ζήτημα. Οι συζητήσεις έγιναν στην Ακροναυπλία όπου ήταν όλοι φυλακισμένοι. Από τη μια πλευρά, ήταν ο Πουλιόπουλος και η ομάδα του και, από την άλλη, οι λεγόμενοι ντεφετιστές, Στίνας, Δημοσθένης Βουρσούκης κ.ά. Σύμφωνα με τους πρώτους, η σταλινική γραφειοκρατία θα ανατρεπόταν μέσα στην πολιτική κρίση, είτε από τα δεξιά – δηλαδή από την αντεπανάσταση – είτε από τα αριστερά – δηλαδή από την πολιτική επανάσταση των εργατών. Οι δε Στίνας και λοιποί δεν ήταν, βέβαια, ακόμα ικανοί να προχωρήσουν σε μια ανάλυση που να συλλαμβάνει την ταξικότητα της σοβιετικής γραφειοκρατίας, αλλά η συμμετοχή της ΕΣΣΔ στο παιχνίδι των σχέσεων με τις καπιταλιστικές χώρες και τα λεγόμενα λαϊκά μέτωπα, η συνθήκη με τη Γαλλία το 1936 και κυρίως το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ με τη Γερμανία, τούς οδήγησε στο να κατανοήσουν τον αντεπαναστατικό ρόλο και την ταξική φύση του σοβιετικού καθεστώτος. Ο Βουρσούκης μάλιστα σ’ αυτές τις συζητήσεις μίλησε για ιμπεριαλιστική πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης και για μεταμόρφωση του Κόκκινου Στρατού σε ιμπεριαλιστικό στρατό.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι σ’ αυτές τις δημιουργικές αναλύσεις δεν έπαιξε ρόλο ο νεαρός τότε Κορνήλιος Καστοριάδης ο οποίος δεν είχε συνδεθεί ακόμα με την ομάδα. Συνδέεται όμως προς το τέλος του 1942 με αρχές του 1943. Αλλά ο βασικός θεωρητικός της ομάδας ήταν ο Δημοσθένης Βουρσούκης, ένα βαθυστόχαστο μυαλό που τον σκότωσαν οι σταλινικοί το 1944. Δυστυχώς, δεν έχουν δημοσιευθεί ακόμα αυτές οι συζητήσεις με τα εκατέρωθεν επιχειρήματα.
Έτσι το 1942 οι Ταμτάκος, Στίνας, Βουρσούκης κ. ά., θα βρεθούν στην ίδια ομάδα, αρχίζοντας τη δράση μέσα στην κατοχή, από ένα μικρό σπιτάκι στο Αιγάλεω, όπου ο μπάρμπα-Γιάννης μαζί με τον Στίνα δουλεύουν για να τυπώσουν την πρώτη προκήρυξη της ομάδας. Μ’ αυτή την προκήρυξη αρχίζει μια ζωή και δράση που, όπως έγραψε ο Στίνας, ανήκουν στην ιστορία και θα μείνουν αθάνατες όσο και όσοι κι αν προσπαθούν να τις σβήσουν και να τις λερώσουν. Όλη η κατοχική δράση, προκηρύξεις, αφίσες στους τοίχους, εκκλήσεις με χωνιά τις νύχτες κ.λπ., είχαν διεθνιστικό, επαναστατικό χαρακτήρα, συνεχίζοντας τη γραμμή του Λένιν, της Ρόζας Λούξεμπουργκ και των αναρχικών κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Τον Οκτώβρη του 1944, η ομάδα – στην οποία συμμετέχει τώρα και ο Καστοριάδης – από Διεθνιστικό Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας θα μετονομαστεί σε Διεθνιστικό Επαναστατικό Κόμμα Ελλάδας, αρχίζοντας πλέον να παίρνει αποστάσεις και από τον τροτσκισμό και δείχνοντας ότι υπήρχε η διάθεση να αναλύσουν τις νέες καταστάσεις και να μετεξελιχθούν ριζικά. Και πράγματι, στα Δεκεμβριανά του 1944, βρέθηκαν στο δίλημμα ή να παραμείνουν κολλημένοι στα παραδοσιακά σχήματα ή να προχωρήσουν παραπέρα. Με βάση τα θεωρητικά σχήματα που είχαν στο μυαλό τους, τα Δεκεμβριανά ήταν ακατανόητα. Οι μάζες πράγματι κατεβαίνουν στους δρόμους, αλλά η θεωρία έλεγε ότι αυτό το γεγονός είναι επαναστατικό ή δυνάμει επαναστατικό. Αλλά ενώ οι μάζες όμως κατεβαίνουν, μένουν απόλυτα πειθήνιες στον μηχανισμό του ΚΚΕ που κυριαρχεί στους δρόμους. Καμιά δυναμική διαφυγής δεν παρατηρείται μέσα στις μάζες. Οι τροτσκιστές σφάζονται αλύπητα στο πρώτο νεύμα των καθοδηγητών του ΚΚΕ. Ο Καστοριάδης συλλαμβάνεται και αφήνεται κατά λάθος ελεύθερος, γιατί κάποιοι μπερδεύτηκαν. Ο Ταμτάκος, αν ήταν στη Θεσσαλονίκη, θα τον είχαν σίγουρα εξοντώσει. Συλλαμβάνεται βέβαια πολλές φορές, αλλά εφοδιασμένος με διαφορετικές ταυτότητες τους ξεφεύγει. Ο Βουρσούκης συλλαμβάνεται και δολοφονείται από τους σταλινικούς στα Καμίνια του Πειραιά.
Από εκεί και πέρα, το 1947 η ομάδα με το όνομα «Εργατικό Μέτωπο» πλέον και ομώνυμο έντυπο όργανο, περνάει σε οριστική ρήξη με τον τροτσκισμό και όλα τα παραδοσιακά μαρξιστικά σχήματα. Ο Καστοριάδης έχει από το 1945 καταφύγει στη Γαλλία, από όπου ξετυλίγεται σιγά-σιγά όλο του το φιλοσοφικό και θεωρητικό έργο, κυρίως μέσα από την ομάδα-περιοδικό «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα», με την οποία η ομάδα των Ταμτάκου, Στίνα και λοιπών διατηρεί στενότατη επαφή και ιδεολογική συγγένεια. Το «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα» διαλύεται όμως στις αρχές της δεκαετίας του 1960, επειδή ο Καστοριάδης αποφασίζει να ασχοληθεί με την εμβάθυνση του θεωρητικού και φιλοσοφικού του έργου και αποτραβιέται από την άμεση πολιτική πράξη. Αυτό ήταν κάτι που δεν άρεσε στον μπάρμπα-Γιάννη και στον Στίνα, επειδή αυτοί ήταν ο τύπος του διαρκώς αγωνιζόμενου ανθρώπου.
Στο μεταξύ όμως, ο μπάρμπα-Γιάννης από το 1951 βρίσκεται στην Αυστραλία.
«Στην Αυστραλία πήγα το 1951 μετά από πρόσκληση ενός φίλου που ήξερε κάποιον που ήθελε ν’ ανοίξει εργοστάσιο και ζήτησε πέντε-έξι τεχνίτες. Ανέθεσε σε μένα να τους συγκεντρώσω και έτσι πήραμε το καράβι και τραβήξαμε κατά ‘κει. Οι Έλληνες που είχα πάρει μαζί μου, οι τέσσερις τεχνίτες, δεν ήταν σύντροφοι. Ένας ήταν μονάχα συμπαθών, έγινε μάλιστα και φίλος μου, αφού του βάφτισε η γυναίκα μου ένα παιδάκι και γίναμε κουμπάροι, οι άλλοι δεν ενδιαφέρονταν για πολιτικά.
Το καράβι λεγόταν «Πρίγκιψ Έλλην», ένα σαπιοκάραβο, με το οποίο κάναμε περίπου 28-29 μέρες και ταλαιπωρηθήκαμε πολύ. Το καράβι ήταν μικρό και πολύς κόσμος υπέφερε. Με τα χίλια βάσανα φτάσαμε. Οι δουλειές αυτού που μας είχε προσκαλέσει δεν πήγαν καλά και έτσι ναυάγησε το σχέδιο. Δεν του κάναμε μήνυση να μας βγάλει τα εισιτήρια να επιστρέψουμε πίσω, σύμφωνα με τους νόμους της Αυστραλίας, γιατί εν τω μεταξύ βρήκαμε διάφορες δουλειές.
Εγώ στην αρχή έπιασα μια δουλειά σχετική με την τέχνη μου σε ένα εργοστάσιο στο Σίδνεϊ, αργότερα σε ένα κλωστήριο μαλλιού. Αφού δούλεψα δύο-τρεις μήνες, μετά έπιασε στην Αυστραλία η ντεπρέσιον, όπως το λένε στα αγγλικά, μικρή κρίση δηλαδή, και το εργοστάσιο που είχε περίπου χίλιους εργάτες, σχόλασε τους εξακόσιους και μείναμε τετρακόσιοι. Μεταξύ αυτών που παρέμειναν ήμουν κι εγώ, διότι είχα μάθει να χειρίζομαι μια μηχανή που πλέκει και χτενίζει το μαλλί. Δουλεύαμε τρεις μέρες τη βδομάδα, αλλά η κατάσταση αυτή ήταν προσωρινή, κράτησε ένα-δυο μήνες, μετά ομαλοποιήθηκε και συνέχισα κανονικά.
Όταν σχόλασα από κει, πήγα στους σιδηροδρόμους για μόνιμη εργασία. Στην αρχή η δουλειά ήταν δύσκολη, φτυαρίζαμε κάρβουνο. Αλλά μια μέρα είχε αρρωστήσει ένας γεροντάκος, ο οποίος καθάριζε τις τουαλέτες και λέει ο επικεφαλής: «ο μπόιζ, ποιος από σας θα πάει να ρίξει μερικούς τενεκέδες νερό στις τουαλέτες, διότι έχει αρρωστήσει ο γέρος;»
Οι περισσότεροι εργάτες που ήταν εκεί σκέφτηκαν, «τι, ήρθαμε στην Αυστραλία για να καθαρίζουμε αποχωρητήρια;» Εγώ όμως το φιλοσόφησα το ζήτημα και είπα μέσα μου «κι ο άνθρωπος που δουλεύει σ’ αυτό το πόστο, ο γέρος, είναι σαν κι εμάς». Κι έτσι από τους διακόσιους εργάτες που ήμαστε εκεί, πετάχτηκα και λέω: «Εγώ θα πάω!» Αυτό το εκτίμησε πολύ ο επικεφαλής και μαζί μ’ ένα Ρουμάνο που ήρθε μαζί μου, μας κάλεσε καναδυό μέρες μετά και μας λέει: «Αφού κάνατε αυτή τη δουλειά, θα κάθεστε στο συνεργείο. Όταν έρχεται μία ρόδα φθαρμένη από το εξωτερικό, θα την κυλάτε στο συνεργείο και την υπόλοιπη ώρα θα κάθεστε στη φωτιά να διαβάζετε εφημερίδα!» Επί τρεις μήνες αυτή η δουλειά γινότανε κι έτσι απαλλαχτήκαμε από το φτυάρισμα του κάρβουνου. Εξαιτίας της εκτίμησης που μας έδειξε…
Στην Αυστραλία ο μετανάστης και γενικά ο ξένος πρέπει να κάνει οποιαδήποτε δουλειά, διότι δεν είναι σταθερός, δεν ξέρει τη γλώσσα. Κάθε φορά τη δουλειά που πιάνει την υπολογίζει. Ενώ οι Αυστραλοί καμιά φορά το ρίχνουν και έξω. Σου λένε, δεν μ’ αρέσει, «αλ γκετ άουτ», δηλαδή φεύγω από δω.
Εκεί προσπαθούσαμε να μάθουμε τη γλώσσα. Το υπουργείο εκπαίδευσης σου δίνει ορισμένα βιβλιάρια, τα οποία τα διαβάζεις παράλληλα με το ράδιο κι όταν τα συμπληρώσεις, τα στέλνεις πίσω και σου στέλνει άλλα, για να μπορέσεις να μάθεις τη γλώσσα. Πολύ ωραίο σύστημα! Και τα λίγα εγγλέζικα, αυτά τα σπασμένα εγγλέζικα που ξέρω, τα έμαθα μέσω του ραδίου και αυτής της αλληλογραφίας.
Έκανα διάφορες δουλειές στο Σίδνεϊ, στο Κουίνσλαντ και στη Μελβούρνη. Μόνο στην Καμπέρα δεν πήγα την πρωτεύουσα της Αυστραλίας. Δούλεψα και σε μια εταιρεία που έκανε τις μπομπίνες για τις αντλίες που δίνουν στα αυτοκίνητα βενζίνη. Εκεί έμαθα να συναρμολογώ ορισμένα κομμάτια της μηχανής, στη συνέχεια τα έπαιρνε ο ανώτερός μου, συναρμολογούσε κι αυτός και στο τέλος γινότανε η αντλία. Εκεί ήταν που έκανα κι ένα «κόλπο». Στο εργοστάσιο αυτό ζητούσανε εργάτες από δεκαοκτώ μέχρι τριάντα πέντε, το πολύ σαράντα χρονών. Εγώ και πιο μεγάλος ήμουν και κροτάφους γκρίζους είχα από μικρός. Άλλαξα λοιπόν το πιστοποιητικό μου ώστε αντί να δείχνει ότι ήμουν γεννηθείς το ’12, να φαίνεται ότι ήμουν γεννηθείς το ’22. Και το 1912 της άλλης μου ταυτότητας ψεύτικο ήταν, γιατί στην πραγματικότητα γεννήθηκα το 1908, αλλά όταν ήρθαμε με τη συνθήκη της Λωζάνης, δηλώναμε ότι ήμασταν μικρότεροι στην ηλικία για να μην πάμε στρατιώτες. Το ‘κανα λοιπόν γεννηθείς το ’22, έβαψα και τους κροτάφους μαύρους για να φαίνομαι νεώτερος κι έτσι κατάφερα να πιάσω δουλειά! Στην Αμερική, λένε, για να πιάσεις δουλειά πρέπει να έχεις άσπρο δέρμα και μαύρα μαλλιά!
Αλλά εκεί τόσο πολύ εκτίμησαν τις δουλειές μας, εμάς των ξένων που ήμαστε προσεκτικοί, που μας λέγανε, «αν καθίσεις δέκα χρόνια στην επιχείρηση, θα σου βάζουμε από μία λίρα το μήνα» – λίρες ήταν τότε, δεν είχαν γίνει ακόμα τα δολάρια – «θα βάζεις και μία λίρα εσύ και στο τέλος των δέκα χρόνων θα πάρεις το ποσό αυτό ολόκληρο, και το κομμάτι της εταιρείας και τα χρήματα που βάζεις εσύ”. Όταν θέλησα αργότερα να φύγω και να γυρίσω στην Ελλάδα, ζήτησα τα χρήματα αυτά και τα πήρα πίσω, γιατί τους είπα πως θα πάω στην Ελλάδα για μερικούς μήνες, ενώ εγώ έφυγα οριστικά πια από την Αυστραλία και έμεινα στην Ελλάδα. Αυτοί πείστηκαν και μου έδωσαν και βεβαίωση μπον σέρβις και μου είπαν «ένι τάιμ», δηλαδή όποτε ζητήσεις να επανέλθεις, θα είσαι δεκτός στο εργοστάσιο.
Το περισσότερο διάστημα δούλεψα σε εργοστάσιο αυτοκινήτων της GeneralMotors. Εκεί σε ρωτάνε τι επάγγελμα έκανες στο βίο σου. Εγώ είχα πει τσαγκάρης. Μου δώσανε να μοντάρω ένα κάθισμα, το οποίο ήταν το μπροστά κάθισμα, εκεί που κάθεται ο οδηγός. Γυναίκες έραβαν τα καλύμματα κι εμείς τα μοντάραμε στο σκελετό του αυτοκινήτου. Ήταν λιγάκι σκληρή η δουλειά, αλλά σκέφτηκαν τσαγκάρης είμαι, θα ξέρω από τανάλια, μοντάρισμα και τέτοια. Έκανα κι άλλες δουλειές, όπως για παράδειγμα να βάζω τα λάστιχα γύρω από τις πόρτες των αυτοκινήτων.
Στο εργοστάσιο αυτό μπαίνει λαμαρίνα σκέτη και βγαίνει από την άλλη μεριά έτοιμο αυτοκίνητο με τη βενζίνη και πηγαίνει στο ντεπό για να σταλεί στο εξωτερικό για πώληση. Παραγωγή ομαδική. Πρέπει σε ορισμένα λεπτά να εκτελέσεις τη δουλειά που σου αναθέτουνε, το λεγόμενο σύστημα Τέιλορ. Υπάρχουν οι χρονομέτρες, οι τάιμ-κίπερς που λένε, που παρακολουθούν. Μόλις που προλαβαίνεις να κάνεις τη δουλειά σου. Γίνεται έλεγχος παρακάτω, οπότε έχεις συνέπειες μετά, αν δεν προσθέσεις ό,τι πρέπει στο τμήμα το δικό σου. Μέσα στο εργοστάσιο δουλεύανε πολλοί εργάτες, Γιουγκοσλάβοι, Μαλτέζοι, Ιταλοί, Ινδονήσιοι. Κυρίως Ιταλοί. Μπορεί να δουλεύανε και δεκαπέντε και είκοσι διαφορετικές εθνότητες εκεί μέσα. Γινόταν και καβγάς καμιά φορά. Οι εθνικιστές Έλληνες τα βάζανε πού και πού με τους Ιταλούς, αλλά εμείς που ήμαστε αριστεροί λέγαμε ότι είμαστε όλοι σύντροφοι αδελφωμένοι και να τ’ αφήσουμε αυτά τα σοβινιστικά τερτίπια.
Γίνονταν μικροφασαρίες, αλλά ήτανε περαστικές, δεν πιανόντουσαν στο ξύλο. Ένα επεισόδιο μονάχα θυμάμαι, όπου ένας Ιταλός στη γραμμή που δουλεύαμε είχε τη γυναίκα του άρρωστη στο νοσοκομείο, κλείδωνε τα παιδιά του στο σπίτι κι ο ίδιος ερχόταν στη δουλειά. Εκεί στην παρέα που ήμαστε συνεννοηθήκαμε για να μπορέσει να πάρει άδεια. Έτσι μια μέρα έπεσε απάνω στις ράγες της γραμμής κι εμείς τον αρπάξαμε και τον πήγαμε στο νοσοκομείο του εργοστασίου, κάναμε ότι δήθεν έπαθε ατύχημα και σταματήσαμε την αλυσίδα όλου του εργοστασίου. Βέβαια δεν είχε πάθει τίποτα. Το ‘κανε επίτηδες για να κοιτάξει τα παιδιά του στο σπίτι που τα είχε κλειδωμένα μόνα τους. Το κόλπο πέτυχε, πήρε δύο βδομάδες άδεια. Κι όταν ήρθε, μας έλεγε: «Θενκ γιου, Τζιοβάνι, σας ευχαριστώ πολύ, γκράτοια!» και μας αγκάλιαζε, γιατί του κάναμε πλάτες.
Συνήθως όμως δεν μιλούσαμε, αφού έπρεπε να είσαι στο πόστο σου και δεν επιτρεπόταν να ανταλλάξεις κουβέντα με το διπλανό σου. Η διοίκηση δεν επέτρεπε ούτε να κάνεις συγκεντρώσεις μέσα στο χώρο του εργοστασίου.
Εκεί ήμουν κατά των σωματείων, γιατί τα σωματεία ήταν όργανα της επιχείρησης και δεν έβρισκες δίκιο. Εγώ μάλιστα δεν πλήρωνα στο σωματείο, ήταν σαν να πληρώνεις τις εκκλησίες! Μια φορά πήγαν και ανοίξανε το φάκελό μου. Είχε το δικαίωμα το σωματείο να ανοίξει το φάκελό μου της πληρωμής και να κρατήσει τα χρήματα του σωματείου. Τα σωματεία ήταν φτιαγμένα από το ίδιο το εργοστάσιο, για να καταπραΰνουν τους εργάτες, για να μην κάνουν στάσεις, να μην κάνουν κινήσεις εναντίον του εργοστασίου. Όργανα των εργοδοτών ήταν και τα σωματεία – τυπικά επαγγελματικά σωματεία.
Εκτός δουλειάς πάλι δεν είχαμε κοινωνική ζωή. Διασκέδαση δεν υπήρχε. Ο καθένας σκορπούσε μετά τη βάρδια στο σπίτι του. Ορισμένοι Μαλτέζοι και Ιταλοί είχαν αγοράσει κάποια παλιά αυτοκίνητα και βάζανε πέντε-δέκα και τους πήγαιναν στα σπίτια τους. Δουλεύαμε βάρδιες, αργά τη νύχτα καμιά φορά, και δεν υπήρχε τρόπος να κάνεις καμιά φιλική συγκέντρωση, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες. Αυτά όλα ήταν πολύ περιορισμένα.
Με την ελληνική κοινότητα δεν είχαμε σχέσεις. Είχανε μεγάλες διαφορές μεταξύ τους οι Έλληνες για το ποιος θα πάρει την κυριαρχία. Μπαίνανε μέσα κι οι δεσποτάδες, οι πολιτικές διαφορές, τα συμφέροντα. Επικρατούσε μάλιστα κάποιος αρχιεπίσκοπος δεσπότης, ο Στυλιανός. Όταν ήθελες να κάνεις μια βάφτιση ή μια κηδεία, έπρεπε να πληρώσεις ιδιαιτέρως το δεσπότη. Άστα να πάνε, ήτανε κέντρα εκμετάλλευσης οι εκκλησίες.
Στο .Σίδνεϊ έμενα σε διάφορες συνοικίες, στο Κίνγκσφορ για ένα διάστημα, μετά στο Μπόνταϊ Τζάκσον, εκεί είχα νοικιάσει. Νοίκιαζες, δεν είχες μόνιμη κατοικία. Κάποια στιγμή με τις οικονομίες μου αγόρασα ένα παλιό σπίτι και στο τέλος που ήθελα πια να φύγω οριστικά από την Αυστραλία, το πουλήσαμε και κάναμε τα έξοδα, γυρίσαμε πίσω και αγοράσαμε αυτό το σπίτι που μένω μέχρι σήμερα.
Στην Αυστραλία έμενα με τη γυναίκα μου. Ο Έλληνας στην Αυστραλία, ο μετανάστης, αγοράζει το παλιό σπίτι του Αυστραλού και το ξεχρεώνει κάθε εβδομάδα. Δίνει κάποια χρήματα έναντι, ο Αυστραλός παίρνει τα χρήματα αυτά και αγοράζει καινούριο σπίτι. Οι εκτάσεις είναι αρκετές στην Αυστραλία. Ο μετανάστης ξύνει διαρκώς το σπίτι το παλιό, που είναι ογδόντα κι εκατό χρονών για να λύσει το πρόβλημα της στέγης και κοιτάζει γύρω στις βιομηχανικές πόλεις να πιάσει σπίτι πιο κοντά στη δουλειά του. Αυτή είναι η ζωή του.
Με το εργατικό κίνημα και με συνδικαλιστές δεν ήρθα σε μεγάλη επαφή, πέρα από τις συζητήσεις που κάναμε μέσα στο εργοστάσιο. Γενικά εκεί το κίνημα δεν ήταν σε άνθηση, ιδίως στο Σίδνεϊ – στη Μελβούρνη υπήρχε μεγαλύτερη κίνηση. Στο Σίδνεϊ υπήρχαν μερικοί τροτσκιστές, με τους οποίους ήρθα σε επαφή, αλλά είχανε διαφορετική οργανωτική διάταξη. Αυτοί βρίσκονταν μεταξύ τους σε αραιά διαστήματα και ήταν κάτι σαν λέσχη συζητήσεων, χωρίς να συνοδεύονται οι συζητήσεις τους και από πρακτική δράση. Είχαν αποκτήσει μία σχετική επιρροή στο σωματείο των φορτοεκφορτωτών, όπου οι σταλινικοί είχαν μεγάλη δύναμη. Κι όταν συνέβαινε κάτι στην Ελλάδα, κάποια αναταραχή, κάνανε απεργία στην Αυστραλία. Δεν ξεφόρτωναν για παράδειγμα το ελληνικό πλοίο, εις ένδειξη αλληλεγγύης στις απεργίες που κάνανε οι εδώ ναυτεργάτες. Οι αναρχικοί ήταν ελάχιστοι, έρχονταν από διάφορα μέρη της Αγγλίας, καμιά φορά κυνηγημένοι από τις μητροπόλεις τους.
Πολιτική ζωή δεν υπήρχε, μ’ άλλα λόγια, στο διάστημα αυτό. Όλοι προσπαθούσαν να επιβιώσουν και συχνά δούλευαν και υπερωρίες. Και εγώ ακόμα δεν μπορούσα να κάνω τίποτε άλλο, κυρίως εξαιτίας του ζητήματος της γλώσσας. Δεν ξέραμε τη γλώσσα, αρχίζαμε να μαθαίνουμε λίγα εγγλέζικα από τα καθημερινά, τα πρακτικά ζητήματα. Έπρεπε να πάμε στο σχολείο, να εκπαιδευθούμε.
Έγραφα στους γονείς μου, τους έστελνα λίγο χαρτζιλίκι κάθε τόσο. Με το Στίνα διατηρούσαμε απλά μια επαφή.
Αυτό που μου άρεσε βέβαια στην Αυστραλία, είναι ότι είχες πάντα χρήματα στην τσέπη σου αν δούλευες οβερτάιμ, υπερωρίες δηλαδή. Αν ήταν Κυριακή, πληρωνόσουν τη μία ώρα για δύο, αν ήταν Σάββατο τη μία ώρα για μιάμιση. Κι έτσι οικονόμησα κι εγώ χρήματα, έτσι έφερα και τη γυναίκα μου στην Αυστραλία. Τα εισιτήρια τα κάναμε μόνοι μας. Οι μετανάστες είχανε μια επιτροπή, τη ΔΕΜΕ τη λεγόμενη, που τους μετέφερε δωρεάν. Εμείς όμως δεν είχαμε πάει ως μετανάστες, πήγαμε ως προσκεκλημένοι.
Στην Αυστραλία κάναμε και μπάνια. Η Αυστραλία έχει μεγάλες παραλίες, το Μπόνταϊ Τζάκσον, το Μένλι, κ.α. Και καρχαρίες έχει πολλούς. Είναι μια εποχή μάλιστα που οι καρχαρίες ορμάνε στους ανθρώπους. Μια φορά συνέβη το εξής πρωτοφανές περιστατικό: ψάρευαν δύο με μία βάρκα κι ο καρχαρίας τους έφερνε βόλτα για να τους επιτεθεί. Αυτοί κάποια στιγμή τα χάσανε, γιατί ο καρχαρίας πήδησε για να ορμήσει πάνω τους και έτσι όπως σήκωσε τα νερά αναποδογύρισε η βάρκα και πέσανε κι αυτοί μέσα στη θάλασσα. Αλλά ώσπου να κατέβει από το ύψος ο καρχαρίας, γύρισε η βάρκα και έπεσε ζωντανός μέσα στη βάρκα. Απίστευτο! Το είχε δημοσιεύσει και η Sunday Morning Herald με ολόκληρη τη φωτογραφία. Οι ψαράδες δεν ήξεραν ότι ο καρχαρίας ήταν μέσα στη βάρκα και έτσι τους τραβήξανε καταφοβισμένους στην παραλία. Αλλά ο καρχαρίας έμεινε ζωντανός μέσα στη βάρκα και τον βγάλανε έξω. Διάφοροι σύλλογοι κολυμβητικοί έχουν ένα καρούλι κι όταν πιάσουν κανέναν καρχαρία τον κρεμάνε και πηγαίνει ο κόσμος και τον βλέπει. Άσε που υπάρχει κι ένας επόπτης και παρακολουθεί. Όταν δει κινήσεις καρχαρία στο πέλαγος, σφυρίζει και βγαίνει όλος ο κόσμος έξω. Αλλά όταν πιάσουν κανέναν ζωντανό, γιατί καμιά φορά τους κυνηγάνε και με τη βενζινάκατο, το έχουν καύχημα να λένε ότι στο τάδε μέρος πιάσανε έναν καρχαρία τρία μέτρα!
Τους ιθαγενείς εκεί τους έχουν απωθήσει και ζούνε κυρίως στα ενδότερα. Πολλοί έχουν αναγνωριστεί από την κυβέρνηση, αλλά πάντως ζούνε χωριστά. Αλλά δεν τους κάνουν διάκριση. Αυτοί που έχουν εκπολιτιστεί και είναι μέσα στις πόλεις, παίρνουν τον ίδιο μισθό που παίρνει και ο λευκός εργάτης, αφού ισχύουν οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Ένας ρήτορας φοιτητής, από αυτούς που πάνε και κάνουν εκδρομές στα ενδότερα για να εξερευνήσουν τους ιθαγενείς, έλεγε πως την παλιά εποχή τους δίνανε δηλητηριασμένα κέικ για να τους εξοντώσουν, το κρίστμας κέικ που λένε, και πολλούς πράγματι τους εξόντωσαν έτσι. Υπάρχει ρατσισμός, ξέρεις. Όταν σε βλέπουν λίγο μελαχρινό σου λένε, «εσύ δεν είσαι από τη δίκη μας τη φυλή». Αυτά εμείς δεν τα είχαμε στην Ελλάδα.
Η Αυστραλία δεν έχει υποχρεωτική στρατιωτική θητεία. Εκεί σε παίρνει ο στρατός κατά διαστήματα με τη σειρά να σε εκπαιδεύσει, ένα τρίμηνο, αλλά στο διάστημα αυτό που σε εκπαιδεύει, σε πληρώνει το βδομαδιάτικό σου, όπως θα ήσουνα στο εργοστάσιο. Γιατί, σου λέει, μπορεί να είσαι παντρεμένος και να έχεις οικογένεια. Όταν σε πάρουν στρατιώτη, πώς θα ζήσει η οικογένειά σου;
Για όσα γίνονταν στην Ελλάδα μαθαίναμε από τις ελληνικές εφημερίδες της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Έτσι παρακολουθούσαμε την επικαιρότητα.
…Σε κάποια στιγμή αποφάσισα να επιστρέψω οριστικά. Ήταν ότι άρχισα να μεγαλώνω πολύ και μεγάλωνε και το πρόβλημα της γλώσσας. Για να μάθεις καλά τη γλώσσα έπρεπε να πας στο σχολείο, να εκπαιδευτείς. Εγώ κάτι εγγλέζικα σπασμένα έμαθα. Κι έλεγα πλέον τα ψωμιά μου τά ‘φαγα, άντε να γυρίσω στην Ελλάδα, στους δικούς μου. Άρχιζες και μιλούσες και σου έλεγαν «γιου σπίκ βέρι γκονντ ίνγκλις!», δηλαδή μιλάς πολύ καλά εγγλέζικα. Ναι, αλλά δεν μπορούσα να μιλήσω θεωρητικά, πολιτικά, για να συνεννοηθώ κι αυτό με στεναχωρούσε. Θα πάω πίσω στην Ελλάδα, δε βαριέσαι, σκεφτόμουν».
Ο μπάρμπα-Γιάννης επέτρεψε στην Θεσσαλονίκη το 1966. Η πολιτική δράση της ομάδας «Εργατικό Μέτωπο» είχε ατονήσει, κυρίως γιατί τα περισσότερα μέλη της ήταν πλέον προχωρημένης ηλικίας. Παρ’ όλ’ αυτά όμως, συνέχισαν να συνεδριάζουν και να αναλύουν την ελληνική και διεθνή κατάσταση, κυρίως στα γεγονότα του 1963-1965 που κυκλοφόρησαν και κάποια κείμενα Ο Ταμτάκος πήγαινε συχνά στην Αθήνα για να βλέπει τον αχώριστο σύντροφό του Άγι Στίνα.
Μετά την πτώση της χούντας πολλοί αγωνιστές της αριστεράς, κυρίως νέοι, αλλά και παλαιοί, ακόμη και του ΚΚΕ, έρχονταν σε επαφή με τον ηλικιωμένο Άγι Στίνα, έκαναν διάφορες συζητήσεις με τον κύκλο των αναρχικών, με τον Χρήστο Κωνσταντινίδη (που δεν υπάρχει εδώ και αρκετά χρόνια ανάμεσά μας) και την Σύλβια Παπαδοπούλου από τις εκδόσεις «Διεθνής Βιβλιοθήκη»κ.ά. Όλα αυτά συνεχίστηκαν μέχρι το 1987 που πέθανε ο Στίνας. Την ίδια περίοδο, ο μπάρμπα-Γιάννης ήταν από τις φυσιογνωμίες του γενικότερου κοινωνικού κινήματος της Θεσσαλονίκης, ειδικά των οργανωμένων αναρχικών και αντιεξουσιαστικών ομάδων. Καλέστηκε και συμμετείχε σε πάμπολλες εκδηλώσεις σε όλη την Ελλάδα στις οποίες μίλησε κυρίως για τα γεγονότα του Μάη του 1936 και τις εμπειρίες του από τις τροτσκιστικές ομάδες και τις φυλακές και τα ξερονήσια. Έγραψε δε αρκετά παρόμοιου περιεχομένου άρθρα.
Ήταν φυσιολογικό για τα ανήσυχα αυτά μυαλά των Ταμτάκου, Στίνα και όσων επέζησαν από την ομάδα «Εργατικό Μέτωπο» να έρθουν με την μεταπολίτευση σε επαφή με υπαρκτές αντισυστημικές δυνάμεις και να συνδεθούν με ελάχιστα άτομα και ομάδες της άκρας αριστεράς, αλλά κατά κύριο τρόπο να συνδεθούν πιο στενά με τον οργανωμένο αναρχισμό. Κι αυτό γιατί η αγωνιστικότητα, ο αντικαπιταλισμός, ο αντιγραφειοκρατισμός και ο αντικρατισμός ήταν κοινά στοιχεία της αντικρατικής πορείας και της ομάδας «Εργατικό Μέτωπο» και του αναρχισμού.
* Πολλά από τα βιογραφικά στοιχεία που παρατίθενται εδώ μου τα έχει αφηγηθεί ο ίδιος ο μπάρμπα-Γιάννης, αλλά μερικά πάρθηκαν από το βιβλίο που έγραψε ο ίδιος με τίτλο «Αναμνήσεις μιας ζωής στο επαναστατικό κίνημα» που εκδόθηκε στη Θεσσαλονίκη το 2003 (εκδ. «Κύκλοι Αντιεξουσίας»). Από το ίδιο βιβλίο είναι και τα αποσπάσματα για τη ζωή του στην Αυστραλία. Χρησιμοποιήθηκε, επίσης, υλικό από το προσωπικό μου αρχείο.