Στις 9 Απριλίου του 1950, 10.000 πιστοί είχαν συγκεντρωθεί στην Παναγία των Παρισίων για τη λειτουργία του Πάσχα. Ώρα 11.10 το πρωί, ένας καλόγερος ανεβαίνει στον άμβωνα και κηρύττει:
«Σήμερα, ημέρα του Πάσχα, έτος Ιωβηλαίου, εδώ, στην εξαίρετη βασιλική της Παναγίας των Παρισίων, κατηγορώ την οικουμενική Καθολική Εκκλησία για θανάσιμο σφετερισμό των ζωντανών μας δυνάμεων προς όφελος ενός άδειου ουρανού. Κατηγορώ την Καθολική Εκκλησία για απάτη. Κατηγορώ την Καθολική Εκκλησία ότι μιαίνει τον κόσμο με τη νεκρώσιμη ηθική της, ότι είναι η πληγή μιας Δύσης σε αποσύνθεση. Αληθινά σας λέω: ο Θεός είναι νεκρός.
Ξερνάμε την ξεψυχισμένη ανοσιότητα των προσευχών σας, γιατί οι προσευχές σας λίπαναν βασιλικά τα πεδία της μάχης της Ευρώπης μας. Μεταβείτε στην τραγική, συναρπαστική έρημο μιας γης όπου ο Θεός είναι νεκρός, ζυμώστε εκ νέου αυτή τη γη με χέρια γυμνά, χέρια υπερήφανα, χέρια προσευχής. Σήμερα, ημέρα του Πάσχα, έτος Ιωβηλαίου, διακηρύσσουμε τον θάνατο του Ιησού-Θεού για να ζήσει επιτέλους ο Άνθρωπος».
Οι πιστοί μένουν αρχικά άναυδοι, κατόπιν εξεγείρονται. Ελβετοί φρουροί απειλούν με τις λόγχες τον μασκαρεμένο καλόγερο και τους τρεις νεαρούς συνεργούς του. Εξαγριωμένος όχλος καταδιώκει τους τέσσερις βλάσφημους προς τον Σηκουάνα, θα τους λιντσάρει· τελικά συλλαμβάνονται από την Αστυνομία.
Είναι λετριστές, θιασώτες ενός κινήματος με ρίζες στη θεωρία του σουρεαλισμού και του ντανταϊσμού. Ο ψευδοκαλόγερος ονομάζεται Μισέλ Μουρ, είναι 21 ετών. Συνέταξε το κήρυγμα μαζί με ακόμη έναν λετριστή, τον 24χρονο Σερζ Μπερνά. «Τρελοί», «αγροίκοι», «άρρωστοι» αναφωνεί ο γαλλικός Τύπος. Ο Μουρ στέλνεται για ψυχιατρική εξέταση – θα αφεθεί ελεύθερος 11 ημέρες αργότερα. Από τους ελάχιστους που τους στηρίζουν, αναγνωρίζοντας στα πρόσωπά τους παιδιά του σουρεαλισμού, ο Αντρέ Μπρετόν: «Εκεί, στην καρδιά του χταποδιού που πνίγει ακόμα την οικουμένη, έπρεπε να δοθεί το χτύπημα».