«Η κοινωνία δεν κινδυνεύει από εμένα, από τα κόμματα τής εξουσίας κινδυνεύει, πού όπως βλέπετε, η κοινωνική παρακμή, η διαφθορά και η ζούγκλα τής βίας έχουν γίνει καθεστώς και οι κλοπές και η κακουργηματική ιδιοτέλεια και απάτη κατά συρροήν από την πολιτική και οικονομική μαφία τής χώρας μένουν στο ποινικό απυρόβλητο, παρότι κατασπατάλησαν και λεηλάτησαν, με την διαπλοκή και τούς αδίστακτους “νταβατζήδες”, όλο τον προϋπολογισμό και τα δημόσια Ταμεία» Νίκος Τσουβαλάκης, 22/4/09
Το 1977 οι αδερφοί Νίκος και Θόδωρος Τσουβαλάκης είχαν πραγματοποιήσει την πρώτη «κοινωνική ληστεία» τράπεζας, στην Γενική Τράπεζα Νίκαιας περνώντας στην ιστορία ως οι «Ντάλτον της πλατείας».. Η μεταπολιτευτική δημοκρατία του Κ. Καραμανλή δεν μπορουσε να ανεχτεί την προσβολή της τράπεζας από δύο πολιτικοποιημένους νέους, επιβάλλοντας στον Νίκο 22 έτη φυλάκισης. Γέννημα θρέμμα της φτωχολογιάς της Δραπετσώνας, ο Νίκος καταδιώχθηκε από ομάδα πολιτών και συνελήφθη λίγη ώρα μετά την ληστεία. Στην δήλωση του “οι φτωχοί κυνηγήσαν τους φτωχότερους” συμπυκνώνονται οι αντιφάσεις του προλεταριάτου και κατ’ επέκταση της ταξικής πάλης.
Πιο πριν, συμμετείχε στην εξέγερση του Πολυτεχνείου το Νοέμβρη του 1973. Αντιεξουσιαστής από τα εφηβικά του χρόνια, ο Νίκος είχε νιώσει την καταστολή στο πετσί του πολυάριθμες φορές, επιβιώνοντας στις πιο σκληρές φυλακές τις πιο σκοτεινές εποχές. Τότε που οι φωνές και τα ουρλιαχτά των κρατουμένων στοίχειωναν τις φυλακές της Αίγινας, της Αλικαρνασσού, της Κέρκυρας εκεί όπου οι συνθήκες δολοφόνησαν τον Θ. Βερνάρδο μετά από δεκάδες απόπειρες αυτοκτονίας το 1984. Η στάση του στη φυλακή υποδειγματική, συγκαταλέγεται στα λαμπρά παραδείγματα αξιοπρέπειας στις ελληνικές φυλακές.
Είναι παράδειγμα ευγένειας, διακριτικότητας, σεβασμού και αλληλεγγύης προς τους άλλους. Αισιόδοξος με εκείνο το ακούραστο χαμόγελο της νίκης. Γαλουχημένος με τις αξίες και τους κώδικες της λαμπρής και ανυπότακτης φτωχολογιάς εκείνης της περιόδου. Της εξεγερμένης φτωχολογιάς που δεν συνεργάστηκε με τις υπηρεσίες των φυλακών, δεν ενσωμάτωσε τις “καπιταλιστικές αξίες”, δεν εξαγοράστηκε από υλικά ανταλλάγματα και προνόμια “εντός των τειχών”. Κομμάτι της γενιάς των κρατουμένων που διατήρησε ορατά τα σύνορα μεταξύ φυλακισμένων και ανθρωποφυλάκων, οριοθετώντας την αξιοπρέπεια “εντός της κιγκλίδας”.
Κατήγγειλε τους βασανισμούς συγκρατουμένων του, δημοσιοποίησε με επιστολές μαζί με άλλους φυλακισμένους τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης των ελληνικών φυλακών, πραγματοποίησε πολυάριθμες απεργίες πείνας, απέδρασε από την φυλακή της Κασσάνδρας.
Μαζί με τον Γιάννη Σκανδάλη (μέλος της Ε.Ο. 17Ν), τη Σοφία και τον Φίλιππο Κυρίτση, τον Κυριάκο Μοίρα και ορισμένους ακόμα αγωνιστές συνέβαλαν στη μόρφωση των κρατουμένων διδάσκοντας γραφή στους αναλφάβητους ή διοχετεύοντας με βιβλία τους πιο μορφωμένους. Στο πλευρό τους πάντα με συνέπεια και συνέχεια σε αυτόν τον αγώνα οι δικηγόροι και σύντροφοι Κ. Ιατροπούλου, Μ. Παπαδάκη, Ε. Δημουλέα. Τότε που οι πολιτικοί κρατούμενοι πολιτικοποιούσαν τους “ποινικούς”…
Οι Τσουβαλάκηδες, ζωντανό και μάχιμο τμήμα ενός ολόκληρου κοινωνικού κινήματος, το οποίο αποσκοπεί στην ανατροπή των υφιστάμενων συνθηκών εκμετάλλευσης, ενός κινήματος που αντιστέκεται και χρόνια τώρα παλεύει για την ανθρώπινη απελευθέρωση, καταδικάστηκαν πολλές φορές και με βαριές ποινές για πράξεις μικροπαραβατικότητας από την δικαιοσύνη των αστών που εκδικητικά εφαρμόζει τους κατασταλτικούς της νόμους ενάντια σε συνειδητοποιημένους ταξικά και κοινωνικά ανθρώπους, καθώς και σε όσους δεν έχουν αλλισβερίσια με κρατικούς θεσμούς, κόμματα και υψηλά ιστάμενα πρόσωπα. Ο «Νόμος» και η «Τάξη» και οι κανόνες τους, βάσει των οποίων γίνονται σήμερα όλες σχεδόν οι δίκες των κάθε είδους «φτωχών» και «αδύναμων» αυτής της κοινωνίας, αδυνατούν, πλέον, να μεταμφιέζονται πίσω από τη μάσκα του αφηρημένου κριτηρίου του «νόμιμου» και του «παράνομου», του «δίκαιου» και του «άδικου» και αποκαλύπτονται ως «ο Νόμος και η Τάξη» του κρατούντος κοινωνικού συστήματος, που λειτουργία τους είναι η ποινικοποίηση της φτώχειας και της αντίστασης στην αδικία. Μια «δίκαιη δίκη» έχει καταντήσει να είναι μόνο κατ’ εξαίρεση του κανόνα, λειτουργώντας ως άλλοθι μιας δομικά άδικης, ταξικής και εκδικητικής Δικαιοσύνης.
Θ. Τσουβαλάκης για τη ληστεία της τράπεζας στη Νίκαια: “Επειδή η ληστεία μας έφερε κάποια ανησυχία στην κοινή γνώμη με υπέβαλαν σε ψυχικές καταναγκαστικές εξετάσεις. Ήταν ένα προπέτασμα καπνού για να δώσουν μια εικόνα στο λαό. Στην πραγματικότητα η ένοπλη ληστεία μας ήταν ένας πόλεμος στην καρδιά του κράτους. Δίχως πείρα στο έγκλημα αποτύχαμε από αστάθμητους παράγοντες, καθώς δεν υπολογίζαμε ότι ολόκληρη η Νίκαια, η φτωχολογιά δηλαδή, θα μας κυνηγούσε. Ήτανε κάτι τελείως αντιφατικό, φτωχοί να κυνηγάνε φτωχούς γιατί κλέβανε!… Συχνά στοχάζομαι και γελάω με τους χαρακτηρισμούς που δίνει η δικαστική εξουσία σε ορισμένους από μας. Μας αποκαλεί “πορωμένους εγκληματίες” και “επικίνδυνους κακοποιούς”, με την ίδια λογική που τους ελεύθερους καρχαρίες και ύαινες του κεφαλαίου τους χαρακτηρίζει νομοταγείς πολίτες! Εμένα με λένε ληστή, ενώ εγώ θεωρώ ότι έκανα μια πράξη ανθρωπιστικής σημασίας στην κοινωνία της ανισότητας”.
Ο Νίκος και ο Θοδωρής Τσουβαλάκης συνελήφθησαν τον Δεκέμβριο του 2009 όταν προσπάθησαν να κλέψουν δύο υπολογιστές από το κατάστημα «Πλαίσιο». Καταδικάστηκαν για διακεκριμένες κλοπές, ο πρώτος με έξι και ο δεύτερος με τέσσερα χρόνια φυλάκισης. Ο Θοδωρής, 58 ετών, λόγω ανηκέστου βλάβης (εγκεφαλικό επεισόδιο) αφέθηκε ελεύθερος. Ακολούθως, με την απόφαση 2100 του Εφετείου οδηγήθηκε στις φυλακές Αγιάς. Άσκησε αναίρεση γιατί είχε 67% αναπηρία και ανήκει στους ασθενείς υψηλού κινδύνου. Ο αδελφός του Νίκος περιέγραψε: “Προσπαθήσαμε να κλέψουμε γιατί λιμοκτονούσαμε. Δούλευα σε καφετέριες κι εστιατόρια στα νησιά. Το χειμώνα δεν βρήκα δουλειά. Ζούσαμε μαζί στα Πετράλωνα, χρωστάγαμε τα νοίκια. Ο Θοδωρής δεν μπορούσε να δουλέψει. Έπαιρνε από την Πρόνοια επίδομα 280 ευρώ. Άλλοι ληστεύουν το Δημόσιο, ταμπουρωμένοι πίσω από τον νόμο περί ευθύνης υπουργών, κι εμείς εκτίουμε ποινή για κακουργήματα”. Ψαράς στην Αίγινα είναι ο τρίτος αδελφός τους, Αργύρης: “Ο Νίκος έτρεχε κουτσαίνοντας για τ’ άλλα τρία αδέλφια μας που νοσηλεύονται στο Δρομοκαΐτειο Νοσοκομείο. Η Βασιλική, ο Ματθαίος, ο Γιάννης είναι ψυχωτικοί. Είμαι ο μόνος που ζει ελεύθερος. Αλλά δεν μπορώ να εγκαταλείψω το ψάρεμα, πώς να τους βοηθήσω… Μίλαγα στο Εφετείο και μου έλεγαν “τελειώνετε”.”
Την Παρασκευή 20 Αυγούστου 2010 ο Νίκος Τσουβαλάκης είχε ξεκινήσει απεργία πείνας στις Φυλακές Τρικάλων διαμαρτυρόμενος για τον τρόπο απονομής δικαιοσύνης καθώς και για την εκπλήρωση του αιτήματος του να μεταβεί στις αγροτικές φυλακές Αγιας Χανίων Κρήτης, κοντά στον αδελφό του. Να σημειωθεί ότι ο οργανισμός του ήταν ήδη καταβεβλημένος, όντας υπερτασικός έπασχε από αναπνευστικά προβλήματα και η κίνηση αποχής από τροφή ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνη για τη ζωή του.
Απόσπασμα από επιστολή του Ν. Τσουβαλάκη: “[…] για άλλη μια φορά αναγκάζομαι να διακινδυνεύσω την ήδη κλονισμένη υγεία μου, καθώς και τη ζωή μου, για να παραμείνω Άνθρωπος και όχι δειλό μοιραίο και άβουλο πρόβατο μέσα στην αγέλη”.
Τον Νοέμβριο του 2014 ο Νίκος Τσουβαλάκης υπέστη βαρύ τραυματισμό από τροχαίο ατύχημα. Δυό μήνες αργότερα έγινε συναυλία για την κάλυψη των ιατρικών του εξόδων.
Ο Νίκος Τσουβαλάκης πέθανε στις 13 Φεβρουαρίου ξαφνικά και στον ύπνο του. Η ανακοίνωση: “Τη Δευτέρα που μας πέρασε, στις 13 του Φλεβάρη, έφυγε από τη ζωή ο Νίκος Τσουβαλάκης. Βρέθηκε το πρωί, νεκρός στο κρεβάτι του, πέρασε στον θάνατο ξαφνικά κι απρόσμενα, αφήνοντας πίσω μόνο του, τον αδελφό του, τον δικό μας Θοδωρή, το άλλο του μισό.
Ο Νίκος, παιδί μιας πολύπαθης οικογένειας με έξι παιδιά, έζησε μέσα στη φτώχεια και την παραβατικότητα από μικρός, ενώ έγραψαν ιστορία με τον αδελφό του, με την πρώτη κοινωνική ένοπλη ληστεία που έκαναν το 1977, με τρόπο κινηματογραφικό, συγκεντρώνοντας τα φώτα της δημοσιότητας επάνω τους και την συμπάθεια του κόσμου, κατακτώντας μια πλατιά υποστήριξη στη συνέχεια, στα πολλά χρόνια που έμειναν μέσα στη φυλακή, όσο κι όταν ήταν έξω από αυτήν. Ήταν αυτό που τους χάρισε τον τίτλο των αδελφών «Ντάλτον της πλατείας».
Ο Νίκος, ένας γνήσιος, λαϊκός αναρχικός, πάρα τις φυλακές και τα κρατητήρια, όπου πέρασε μέρος της ζωής του, δεν το έβαλε ποτέ κάτω, παρέμεινε ασυμβίβαστος, άφοβος, ριψοκίνδυνος και επικίνδυνος, μέχρι το θάνατο του, πάντα αγέρωχος απέναντι στους δικαστές, στους δεσμοφύλακες, στους διώκτες του, «τους μπάτσους», στο κρύο και στον πόνο, αψηφώντας τα δύσκολα, περιφρονώντας τους διαχειριστές του πλούτου και τα σκυλιά τους, περιγελώντας τον νόμο και τον ποινικό κώδικα, χλευάζοντας τα ψίχουλα που έδιναν με τσιγκουνιά οι πολιτικές διαχείρισης της φτώχειας, ακόμη και στους ανήμπορους.
Απόκοτος πάντα, έτσι θα τον θυμόμαστε, στα παράνομα περάσματα της ζωής του, σ’αυτά των συστημάτων επιτήρησης και των τεχνολογικών πυλών, αυτά των φρουρών της ιδιοκτησίας και των εκδικητικών τιμωριών, ακόμη και σ’ αυτό το μοιραίο στοπ του δρόμου που η παραβίασή του, του στοίχισε τον ακρωτηριασμό. Έναν ακρωτηριασμό, που όμως δεν τον νίκησε, δεν τον κατέβαλε, δεν τον ταπείνωσε. Συνέχισε να είναι αυτός που ήταν πάντα.
Πέθανε λίγες μέρες προτού πετάξει για πολλοστή φορά για την αγαπημένη του Κούβα, με τις βαλίτσες έτοιμες, γεμάτες, όπως κάθε φορά με δώρα για τα παιδιά της Κούβα που λάτρευε και τον λάτρευαν.
Η Κούβα που αγάπησε δε θα τον ξαναδεί. Ούτε κι εμείς.
Θα τον αποχαιρετήσουμε, σε μια κηδεία πολιτική, όπως θα ήθελε, την Τρίτη το πρωί, στις 11.40, στο νεκροταφείο του Σχιστού”.
Τροχιά στο Άπειρο